Παρασκευή 30 Μαρτίου 2018

Ένα έρημο άνθος



Ένα έρημο άνθος

Βαθύτερο ἀπο την αγάπη και την ταραχή
πού φέρνει μέσ᾿ στο στήθος η επιθυμία
ζει στο θαλάσσιο βράχο ἕνα άνθος ολομόναχο.
Ποια φωνή το κυρίευσε και μοιάζει σαν να δείχνει
την άγνωστη γαλήνη με μικρά χρώματα...
Είναι βγαλμένο στους κινδύνους τής χαράς
αμέριμνο σαν ιδέα.


Νίκος Καρούζος

Δευτέρα 19 Μαρτίου 2018

Πόνεσα πολύ μαμά..





Γερνάω μαμά.
Μέσα στον καθρέφτη μου δεν βλέπω εμένα πια.
Εσένα βλέπω.

Τις νύχτες συνήθως κρυώνω μαμά..
Δεν σκεπάζομαι μήπως έρθεις και με βρεις έτσι όπως οταν ήμουν μικρή και νιώσω τα χέρια σου να μου χαϊδεύουν το μέτωπο.

Φοβάμαι μαμά..
Όλοι ήρθανε στην ζωή μου για να πάρουνε.
Με κάνανε κομμάτια και με μοιραστήκανε.
Κανένας δεν ήρθε για να δώσει.
Έχει μείνει ακόμα πάνω μου ένα μικρό κομμάτι που μαρτυρά ότι είμαι ακόμα άνθρωπος.
Το φυλάω γερά μήπως έρθει κάποιος να με αγκαλιάσει να του τα χαρίσω..
Να έχω και εγώ κάτι να του δώσω.

Γερνάω μαμά..
Ήθελα βλέπεις να τα δώσω όλα, να τα ζήσω όλα, να τα σκοτώσω όλα, να τα αναστήσω πάλι.
Πάντα ήμουνα εκείνη που τα έκανε μόνη της όλα.
Όμως αρνούμαι να με υπερασπιστώ, δεν θέλω να με αθωώσει κανείς.
Να με αγαπήσει θέλω.
Να με πονέσει.
Και όσο εγώ το λαχταρούσα αυτό, τόσο μου τρυπούσαν όλοι σαν αγκάθια το σωμα μου.
Δεν κατάλαβαν ποτέ τους μαμά.
Αυτό το παράπονο έχω.

Πόνεσα πολύ μαμά..
Πέρασαν χρόνια ολόκληρα έχοντας μεσα μου μια καταραμένη καρδιά που με ξεγελούσε.
Τυφλή ήταν απο την γέννηση της και με ανάγκαζε εγώ να την οδηγώ.
Είμαστε χρόνια σε έναν βουβό πόλεμο εμείς οι δύο.
Εγώ ζω ακόμα γιατί αυτή η χαζούλα χτυπάει, πριν το μυαλό μου κάνει τους υπολογισμούς του.

Στην διαδρομή έπεσα κάτω πολλές φορές.
Μερικές από αυτές μαράθηκε το σώμα μου περιμένοντας, ενώ η ψυχή μου χόρευε πιο ‘κει ανάλαφρη.
Αλλού ξάπλωνε η σκιά μου να ξαποστάσει και αλλού χαϊδεύανε τις πληγές μου ξένα χέρια και τις φιλούσαν ξενα σώματα.

Γερνάω μαμά..
Ήσυχα και με την ακρίβεια ενός ρολογιού γίνομαι εσύ.
Σαν να έχασαν τα όμορφα τριαντάφυλλα στον κήπο σου το κόκκινο τους χρώμα.
Σαν να έγειραν λυπημένες οι τουλίπες σου στο χώμα.

 Μπέττυ  Κούτσιου


Δευτέρα 12 Μαρτίου 2018

Ο μύθος της Αμυγδαλιάς και της άνοιξης




Ο μύθος της Αμυγδαλιάς και της άνοιξης

 Ήταν κάποτε στη Θράκη, μια πανέμορφη πριγκίπισσα, η Φυλλίς, η οποία ερωτεύτηκε το γιο του Θησέα, τον Δημοφώντα...
Οι δύο νέοι γνωρίστηκαν, όταν το καράβι του νεαρού Αθηναίου Δημοφώντα επέστρεφε από την Τροία... 
Παντρεύτηκαν, αλλά μετά από λίγο καιρό ο νεαρός Αθηναίος νοστάλγησε την πατρίδα του κι η ερωτευμένη πριγκίπισσα μην αντέχοντας να τον βλέπει στεναχωρημένο, τον άφησε να γυρίσει πίσω κι αν την αγαπούσε πραγματικά θα ξαναγύριζε και τότε θα ήταν πραγματικά και ειλικρινά δικός της...
Έτσι κι έγινε κι η ερωτευμένη Φυλλίς έμεινε μόνη να περιμένει τον εκλεκτό της για χρόνια, ώσπου μαράζωσε και πέθανε από τη θλίψη της...
Όμως οι θεοί που ήξεραν την ιστορία της, την μεταμόρφωσαν σε δέντρο, για να μπορεί να περιμένει για περισσότερα χρόνια τον αγαπημένο της...
Έτσι η ερωτευμένη γυναίκα, δεν πέθανε, αλλά έγινε το δέντρο που έμελλε να γίνει σύμβολο της ελπίδας... η Αμυγδαλιά!
Έλεγαν λοιπόν, ότι μετά από χρόνια και όταν ο Δημοφώντας επέστρεψε στη Θράκη, βρήκε την αγαπημένη του και πιστή γυναίκα, όχι περιστοιχισμένη από μνηστήρες, αλλά ένα ξερό δέντρο δίχως φύλλα στη μέση του παγωμένου τοπίου...
Απελπισμένος και γεμάτος τύψεις, αγκάλιασε τον κορμό της και τότε εκείνη πλημμύρισε ανθούς στη μέση του χειμώνα, νικώντας το θάνατο!
Η ψυχή της βασιλοπούλας ένιωσε χαρά με το γυρισμό του Δημοφώντα, μα δεν ξαναπήρε την ανθρώπινη μορφή της...
Έμεινε δέντρο και κάθε χρόνο, στολίζεται με κάτασπρα λουλούδια!

Παρασκευή 9 Μαρτίου 2018

Ο αιώνιος διάλογος... ο διάλογος δεν είναι αιώνιος.





Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ


Κι ο άντρας είπε: πεινώ.

Κι η γυναίκα του έβαλε ψωμί στο τραπέζι.

Κι ο άντρας απόφαγε.

Κι η γυναίκα τον κοίταζε πάντα.

Κι η γυναίκα είπε: είσαι δυνατός, μα δεν σε τρομάζω.

Κι ο άντρας είπε: είσαι όμορφη και όμως φοβάμαι.

Κι ο άντρας έδειξε το κρεβάτι τους.

Κι η γυναίκα ανέβηκε, σαν έτοιμη για θυσία.

Κι ο άντρας είπε: διψώ. Κι εκείνη σήκωσε σαν πηγή τον μαστό της.

Κι ο άντρας την άγγιξε. Κι η γυναίκα επληρώθη.

Κι η γυναίκα ακούμπησε ταπεινά το κεφάλι της στα πλευρά του.

Και κείνος κοίταζε πέρα, πολύ μακριά.

Κι ο άντρας είπε: θα ΄θελα να ΄μαι θεός.

Κι η γυναίκα είπε: θα γεννήσω σε λίγο.

Κι η γυναίκα αποκοιμήθηκε.

Κι ο άντρας αποκοιμήθηκε.

Και μια μέρα καινούργια ξημέρωσε.




Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΙΩΝΙΟΣ


Η πόρτα έτριξε, κι ο άντρας μπήκε στο σπίτι.

Η γυναίκα ακούμπησε στο τραπέζι ένα πιάτο φακή.

Χιόνιζε.

Ο άντρας σηκώθηκε κι αγνάντεψε απ' το παράθυρο.

Η γυναίκα πήρε το πιάτο του άντρα, κι αργά, άρχισε να τρώει το λίγο φαΐ που' χε απομείνει.

Όταν πλάγιασαν ο άντρας της χούφτωσε τα στήθεια.

Ήθελε να ξεχάσει.

Η γυναίκα έκανε να τον αποφύγει.

Μα ήταν νέα ακόμα.

Τελείωσαν

Χωρίς κάν να φιληθούν.

Ο άντρας έμεινε λίγο με τα μάτια ανοιχτά μές στο σκοτάδι

κι αποκοιμήθηκε .

Η γυναίκα σηκώθηκε αθόρυβα, και πηγαίνοντας στην άκρη της κάμαρας, απόμερα έκλαψε.

Έξω, όλο χιόνιζε.





Τάσος Λειβαδίτης



«Μητέρα», «Έρωτας», «Θεός»,



Λέξεις μοσχοβολημένες, όπως 
«Μητέρα», «Έρωτας», «Θεός», 
οξυγονώνουν ακόμα το αίμα μου 
και μπορώ κι 
ανασαίνω 
λέξεις μονάκριβες, πολύτιμες, τρυφερές,  
«Ελπίδα», «Αγάπη», «Όνειρο»,  
κουρνιάζουν στα χείλη μου - πουλιά 
κελαηδώντας ακόμα. 

Μ' αυτές στολίζω τη φωνή 
χορταίνω την πείνα μου 
φέγγω τα σκοτάδια 
πραΰνω τους πόνους, πλουτίζοντας 
την ένδεια των καιρών 
με τη μουσική τους 
τα θεριά ημερώνω που γυρεύουν 
το αίμα μου ουρλιάζοντας 
σταυρώνω τις νύχτες το προσκεφάλι μου 
ξορκίζοντας 
το κενό

Λένα Παπά


Πέμπτη 8 Μαρτίου 2018

Κάθε μέρα είναι η μέρα της γυναίκας!!








Κάθε μέρα είναι η μέρα της γυναίκας. Μια φορά το χρόνο, όμως, την τιμούν ! Στις 8 Μαρτίου γιορτάζει η γυναίκα, η κόρη, η σύζυγος, η μάνα. Η γυναίκα της Ελλάδας, της Ευρώπης, του κόσμου. Η γυναίκα της καριέρας και η άνεργη. Η φίλη, η σύζυγος η ερωμένη.
«Υπάρχει κάτι πιο όμορφο από την γυναίκα ;» αναρωτιόμαστε και στις 8 Μαρτίου την τιμούμε με ξεχωριστό τρόπο. Οι γυναίκες στην Ελλάδα έχουν αποδείξει ότι ξέρουν να διεκδικούν αλλά και να διασκεδάζουν. Έγινε, πλέον, «παράδοση» την «Μέρα της Γυναίκας» γυναικείες συντροφιές να επιλεγούν τους δικούς τους τρόπους για έξοδο. Άλλωστε και η διασκέδαση είναι "γένους θηλυκού".
Κάθε χρόνο τιμάμε την 8η Μάρτη, ως ημέρα μνήμης αγώνων του γυναικείου κινήματος, ως ημέρα αποτίμησης των κατακτήσεων των γυναικών και ως αφετηρία νέων στόχων σε κυβερνητικό, πολιτικό, κοινωνικό και ατομικό επίπεδο για την ουσιαστική κατοχύρωση της Ισότητας των δύο φύλων σε όλες τις εκφράσεις της ζωής.
Το γυναικείο κίνημα καταγράφεται από πολιτικούς και ιστορικούς αναλυτές ως το πλέον πετυχημένο, ανατρεπτικό, προοδευτικό κίνημα του 20ου αιώνα.
Κατά κοινή ομολογία ο 21ος αιώνας χαράζει ως ο αιώνας της καταξίωσης και της ανάδειξης του κοινωνικού φύλου των γυναικών. Της ανάδειξης που σημαίνει ισοτιμία, ισότητα, συμπληρωματικότητα, αλληλοσεβασμό, ίσες ευκαιρίες και δικαιώματα και για τα δύο φύλα.
Σημαίνει απελευθέρωση των δημιουργικών δυνατοτήτων των γυναικών για την ατομική τους ολοκλήρωση, σε όφελος της κοινωνίας και των δημοκρατικών θεσμών
Στις 8 Μάρτη :
· Το 1857 οι ράφτρες και οι υφάντρες της Νέας Υόρκης κατέβηκαν στους δρόμους απαιτώντας μείωση των εξαντλητικών ωρών εργασίας - από 16 σε 10 ώρες την ημέρα, ωράριο που οι άντρες είχαν ήδη κατακτήσει πριν από 17 χρόνια - και ζητώντας ίσα μεροκάματα με τους άντρες όπως και ανθρώπινες συνθήκες δουλειάς. Η εξέγερση αυτή πνίγηκε στο αίμα ύστερα από βίαιη επίθεση της αστυνομίας. 
· Το 1910 η Κλάρα Τσέτκιν, διεθνής αγωνιστική φυσιογνωμία του εργατικού και γυναικείου κινήματος, κατά τη διάρκεια του παγκόσμιου Συνεδρίου Σοσιαλιστριών στην Κοπεγχάγη, πρότεινε να καθιερωθεί η 8 του Μάρτη "ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ". Για να εκφράσουμε "είπε" την αλληλεγγύη και την αγάπη για Ειρήνη που μας ενώνει και να διαδηλώσουμε τη συνεχή διεκδίκηση των δικαιωμάτων μας". Και ακόμα πρόσθεσε ότι, "την ημερομηνία αυτή πρέπει οι συνδικαλιστικές οργανώσεις να συμπεριλάβουν στις εκδηλώσεις τους και τη διοργάνωση μιας ημέρας των γυναικών, που σε πρώτη φάση θα διεκδικεί το δικαίωμα της ψήφου των γυναικών και η εκδήλωση αυτή θα πρέπει να πάρει διεθνή χαρακτήρα".
· Το 1977 ο ΟΗΕ στη Γενική του Συνέλευση καθιέρωσε την Ημέρα της Γυναίκας, ως Ημέρα για τα Δικαιώματα της Γυναίκας και τη Διεθνή Ειρήνη.
Καλό βράδυ και χρόνια μας πολλά!!!


Ένας καινούριος κόσμος.




Σήμερα έκανα καθαριότητα! 
Ξεσκόνισα ράφια αναμνήσεων από εμπειρίες που δημιουργούσαν μπλοκάρισμα και πέταξα στα σκουπίδια πόνους και θλίψεις του παρελθόντος. 
Έβαλα σκούπα και μάζεψα τη χαμηλή αυτοεκτίμηση, την επίκριση, και την απαξίωση του εαυτού μου. 
Σφουγγάρισα και έτριψα τη γλίτσα της αυτολύπησης, της αποχαύνωσης, της απάθειας. 
Έπλυνα τα τζάμια από τη θαμπάδα της εσφαλμένης αντίληψης και ένας καινούριος κόσμος φάνηκε έξω! 
Άνοιξα την κλειστή επτασφράγιστη αποθήκη και έλουσα στο φως το πληγωμένο παιδί που τόσο καλά έκρυβα ακόμα και από εμένα, και το ζέστανα. 
Ξαράχνιασα και όλες τις απρόσιτες γωνίες του σκοτεινού μου εαυτού, και τουλάχιστον του έδωσα τη δύναμη να μη φοβάται πια από το παρελθόν. 
Πέταξα από τα ντουλάπια όλα τα υποθέτω, 
τα νομίζω, 
τα πιστεύω πως,
τα έτσι σκέφτομαι, 
τα έτσι είναι, 
και είδα ότι μου έμεινε τεράστιος χώρος για να υποδεχτώ τα ερεθίσματα της νέας ημέρας! 
Μετά από μια τέτοια καθαριότητα, με πόση αγάπη και φως υποδέχομαι τις νέες εμπειρίες!

Τετάρτη 7 Μαρτίου 2018

Τρυπημένοι Κουβάδες.


Καμιά μαργαρίτα πια,
κανένα "μ' αγαπά, δε μ' αγαπά,", 
"θα 'ρθει, δε θα 'ρθει", 
"θα γίνει, δε θα γίνει".
Η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται και
το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι και
κάποιο λάκκο έχει η φάβα
κι έχει και τρύπα ο κουβάς για να ΄ναι πάντα άδειος.
Ειδικά πάνω στο άδειο έκανα διατριβή με την ίδια μου τη ζωή.
Δραματικά δύσκολο να το αποδεχτώ.
Το έβλεπα σαν ελάττωμα. 
Και σαν σκάνδαλο.
Θορυβημένος και απαρηγόρητος
για χρόνια γέμιζα τη ζωή μου σπίτια άδεια από ανθρώπους,
στους κήπους και τα μπαλκόνια να φυτρώνουν κάθε Άνοιξη
λογής - λογής μαργαρίτες που περιμένουν να μαδηθούν.
Δεν μαδώ καμιά μαργαρίτα πια.
Τις ποτίζω με τους τρυπημένους κουβάδες μου, τα τέλεια ποτιστήρια.

Κι ότι μ' αγαπά, θα έρθει 

και θα γίνει η Κυριακή μια συναρπαστική μέρα.

Το εννοώ.





Πίσω μην κοιτάς.



Ποτέ δεν γυρίσαμε να κοιτάξουμε πίσω
τη νεκρώσιμη ακολουθία των ονείρων μας
βαδίζοντας στο μονόδρομο
όπου δεν χωρούσαν οι πρώιμες αντιλήψεις
και τα πυρετικά σχέδια 
που καταστρώναμε παιδιά παίζοντας στο ηλιόφως
γελώντας χαρούμενα
σε μια ξύλινη κούνια κάτω από έναν ανέφελο ουρανό

Τώρα οι μέρες τελείωσαν και βρισκόμαστε μακριά
είναι τόσο αργά για να αλλάξουμε πορεία
για να ξαναπιστέψουμε στα όνειρα
και να βγούμε από το μονόδρομο

Μονολογούμε μια υποφερτή δικαιολογία
πως ήμασταν υπνωτισμένοι 
πως παγιδευτήκαμε από πλαστά σήματα

Οι δρόμοι που απορρίψαμε
πάντοτε θα μας στοιχειώνουν σαν δίχτυα
σαν πνιγμένες ζωές


Καλοκαιρινές Ιστορίες: Στη Χίο (blogame)




Σήμερα έκανα μια βόλτα στην γειτονιά, σταμάτησα στον κήπο της  Άννας  είδα τις ομορφιές της και μια πρόσκληση για  παιχνίδι . Ειπα να την δεχτώ και να μαι. Έστυψα το μυαλό μου σεργιάνισα  πάνω κάτω  σε πολλά καλοκαίρια   δεν ήξερα για ποιο να γράψω τελικά αποφάσισα να γράψω για τα μικράτα μου τότε που τελειώνοντας το σχολείο μ έπιανε απελπισία γιατί ήξερα πως στο σπίτι δεν είχα κάποιον να παίζω μοναχοπαίδι γαρ. Ένα καλοκαίρι αποφασίστηκε να πάω στην Χίο στην γιαγιά μου. Είχα τρελή χαρά δεν είχα ξαναπάει και ανυπομονούσα. Θυμάμαι κατεβήκαμε Πειραιά και για πρώτη φορά  είδα και μπήκα σε τόσο μεγάλο πλοίο. Ταξιδεύαμε όλη νύχτα, ύπνος στο κατάστρωμα,  κουραστικό ταξίδι. Φτάσαμε ξημέρωμα στο λιμάνι, μας περίμενε ο πάππους  και μας πήγε σπίτι, μαγεύτηκα με την μυρωδιά του νησιού.  Το χτήμα  υπέροχο έμπαινες από μια μεγάλη αυλόπορτα σε διάδρομο στρωμένο με βότσαλα 


δεξιά  ήταν γεμάτο δέντρα, λεμονιές, πορτοκαλιές, νεραντζιές  αριστερά ένα πανέμορφο πηγάδι  και ένας τεράστιος αμπελώνας, στο τέλος του διαδρόμου μια πανέμορφη τεράστια γούρνα  που αν είχε περισσότερο βάθος θα την έλεγαν σίγουρα πισίνα. Στην είσοδο του σπιτιού ένα υπέροχο  δέντρο που δεν είχα ξαναδεί η γιαγιά είπε το λένε κλαίουσα   και δίπλα στην πίσω σκάλα  της κουζίνας μια τεράστια καρυδιά. Όλα ήταν μαγευτικά στα παιδικά μου μάτια. Ήμουν ξετρελαμένη με τα πάντα, πηγαίναμε για μπάνιο κάθε μέρα  με τα ξαδελφάκια μου περπατούσαμε μισή ώρα να πάμε και μισή να γυρίσουμε, μπορεί και πάραπάνω  αλλά ποιος νοιαζόταν;  Αυτό με λίγα λόγια ( ξέρετε εγω δεν είμαι πολυλογού) ήταν το καλοκαίρι της αθωότητας που είπα να μοιραστώ μαζί σας. Νομίζω τώρα που το σκέφτομαι το καλοκαίρι αυτό ήταν το πιο εντυπωσιακό της ζωής μου.
Γιάννη  και Αννούλι  σας ευχαριστώ για την ευκαιρία που μου δώσατε να κάνω καλοκαιρινή βουτιά στο παρελθόν.
Φυσικά όποιος θέλει μπορεί να πάρει την σκυτάλη

Καλημέρα καλό μήνα σε φίλους και περαστικούς. 
Φιλιά πολλά


1/7/2016

Το Πρώτο μου Χορευτικό Σφιχταγκάλιασμα (Blog Game)





Ο Γιάννης μας έχει βαλθεί τελευταία να μας βάζει να κάνουμε βουτιές στις αναμνήσεις,  αφού δεν μπορούμε να κάνουμε στην θάλασσα ας κάνουμε στις αναμνήσεις. 
Στο χορό με κάλεσε πάλι το Αννούλι μου που δεν με ξεχνάει ποτέ, ευχαριστώ καλή μου!
Που λέτε  ήταν άνοιξη ήμουν δεν ήμουν 15 όταν μια φίλη από το φροντιστήριο αγγλικών  με κάλεσε στο πάρτι που θα έκανε. Πέταξα από την χαρά μου δεν με είχαν ξανακαλέσει. Πήγα στο σπίτι το ανακοίνωσα  και ζήτησα την άδεια από τους γονείς μου.
 Ο πατέρας ρώτησε " θα έχει και αγόρια?" φυσικά απάντησα άστραψε και βρόντηξε ο μπαμπάς  "σιγά μην σ αφήσω να πας με τους ψαλιδόκωλους" μου είπε { τους έλεγε έτσι γιατί είχαν σκίσιμο τα σακάκια τότε} δεν πας πουθενά".
Κλάματα με λυγμούς εγώ για μέρες ως που ήρθε η βοήθεια της θείας. Μην κλαις χαζή μου είπε θα πούμε ότι θα μείνεις σε μένα και θα πας μόνο κοίταξε να έρθεις νωρίς μην έχουμε λαχτάρες, ναι ναι έτσι ακριβώς το είπε σα να την βλέπω τώρα"μην έχουμε λαχτάρες". 
Έφτασε η πολυπόθητη μέρα  με πήγε ο μπαμπάς στην θεία και όλα μια χαρά. Ανυπομονούσα να περάσει η ώρα,  ξέρετε πόσο δύσκολα περνάει η ώρα όταν περιμένεις κάτι,  το απογευματάκι όταν άρχισε να σουρουπώνει  ντύθηκα, στολίστηκα,  δεν βάφτηκα {ποτέ στην ζωή μου δεν βάφτηκα, αυτό σας το λέω για να καταλάβετε πόσο όμορφη ήμουν χαχαχα αλλά και σήμερα που δεν είμαι όμορφη πάλι δεν βάφομαι κλείνω την παρένθεση} φόρεσα ένα ροζ φορεματάκι που μου είχε ράψει η μαμά μου και  εννιά η ώρα χτυπούσαμε το κουδούνι της  Μάρθας με άφησε η θεία μου με την υπενθύμιση "όπως είπαμε μην αργήσεις". 
Μπαίνοντας  βρήκα  αρκετά παιδιά μαζεμένα μαζί και τον Γιάννη ένα παιδί που μου άρεσε τρελά αλλά ήταν 3-4 χρόνια πιο μεγάλος και ποτέ δεν με είχε προσέξει { τουλάχιστον  έτσι νόμιζα}.
Αφού χορέψαμε  ξεσαλώσαμε με τους τρελούς χορούς της εποχής κάποια στιγμή κάποιος έβαλε αυτό το τραγούδι 



 ένοιωσα ένα χέρι στον ώμο μου γύρισα και κόντεψα να λιποθυμήσω "χορεύουμε¨ μου είπε και με πήρε αγκαλιά, πολύ σφιχτή αγκαλιά....
Αυτό ήταν το πρώτο σφιχταγκάλιασμα της ζωής μου και νομίζω το πιο γλυκό.

Καλή Κυριακή σε όλους! 

10/7/2016

Άγριος είναι ο άνεμος.





Αγάπα με, αγάπα με, αγάπα με
πες οτι μ'αγαπάς
άσε με να πετάξω μαζί σου
γιατί η αγάπη μου είναι σαν τον άνεμο
και ο άνεμος είναι άγριος

Δώσε μου περισσότερα από ένα χάδι
ικανοποίησε αυτή την πείνα
ασε τον άνεμο να φυσήξει μέσα από την καρδιά σου
γιατί ο άνεμος είναι άγριος

Με αγγίζεις και ακούω τον ήχο από βιολιά
με φιλάς και με το φιλί σου ο κόσμος μου  ξεκινά
είσαι η άνοιξη μου, τα πάντα για μένα
δεν ξέρεις ότι είσαι η ίδια η ζωή μου.

όπως τα φύλλα γέρνουν στο δέντρο
έτσι αγάπη μου γύρε πάνω μου
γιατί είμαστε πλάσματα του ανέμου
ο άνεμος είναι άγριος ...

Με αγγίζεις και ακούω τον ήχο από βιολιά
με φιλάς  και με το φιλί σου ο κόσμος μου  ξεκινά
είσαι η άνοιξη μου, τα πάντα για μένα
δεν ξέρεις ότι είσαι η ίδια η ζωή μου.



Τα στοιχειώδη.




Το φως για να βλέπω και ν' αγαπώ
το βρίσκω παντού: Στο λίγο ψωμί,
στου βουνού τη γυμνότητα, 
στο λουλούδι της γλάστρας,
στο νερό της πηγής, στο γιομάτο ευγένεια
αεράκι που έρχεται και θωπεύει την κούραση
των χεριών μου, στο λίγο εχέμυθο φως
στου σπιτιού μου τη νύχτα, στην παρουσία
του άλλου ανθρώπου που προχωρεί
στο αντικρινό πεζοδρόμιο, στο άξαφνο
έγχρωμο βεγγαλικό της φωνής
ενός παιδιού που δεν φαίνεται.


Ευτυχία είναι...




"Η ευτυχία μου ειμαι εγώ, όχι εσυ..
όχι μόνο γιατί εσύ μπορεί να είσαι περαστικός..
αλλά κι επειδή εσύ θες να είμαι αυτό που δεν είμαι.."

Ευτυχία; Τι είναι αυτό.. στιγμές; μια ζωή;

Νομίζω ευτυχία είναι μονάχα και το γεγονός πως μου δίνεται η ευκαιρία να συλλογιστώ το νόημα αυτής της λέξης..

"Η λέξη ευτυχία είναι σύνθετη από τις λέξεις ευ και τύχη, δηλαδή σημαίνει καλή τύχη, η οποία οδηγεί στην ευδαιμονία και στη μακαριότητα"

Ευτυχία είναι να κάθεσαι στη φωτιά με τους παππούδες σου και να ακούς παλιές ιστορίες..
Ευτυχία είναι ένα χαμόγελο..
Ευτυχία είναι μια αγκαλιά..
Ευτυχία είναι ένα απλό χάδι στα μαλλιά..
Ευτυχία είναι το βλέμμα σου, όταν με κοιτάς με τόσο καθαρά μάτια..
Ευτυχία είναι το μοίρασμα..
Ευτυχία είναι να μπορείς να δεις τα αστέρια, άλλοι δεν έχουν το δικαίωμα να σηκώσουν τα μάτια τους στον έναστρο ουρανό..
Ευτυχία είναι να ακούω τον ήχο της φωνής σου, απλά να μου λέει ένα καλημέρα..
Ευτυχία είναι το χασμουρητό ενός μωρού..
Ευτυχία είναι να είναι ελεύθερη η σκέψη να κεντήσει..
Ευτυχία είναι να απολαμβάνεις το γαλανό της θάλασσας..
Ευτυχία είναι να αφήνεσαι..
Ευτυχία είναι να μπορείς να μυρίσεις ένα λουλούδι, ακόμη και αν το έκοψες από το διπλανό σπίτι επειδή εσύ δεν φύτεψες τίποτα στον κήπο σου..
Ευτυχία είναι να μπορείς να ονειρεύεσαι..
Ευτυχία είναι να μπορείς να αγαπάς με όλο σου το είναι..

Τελικά περιλαμβάνει τόσα πολλά η λέξη ευτυχία, μπορώ να γράφω για ώρες.. Σου εύχομαι να την έχεις, και να ξέρεις πραγματικά να την εκτιμάς..

Λέο Μπουσκάλια 
"να ζεις, να αγαπάς και να μαθαίνεις"



Υπομονή μόνο.




Υπομονή. Δεν τελείωσαν όλα.
Σ'αυτή τη ζωή δεν τελειώνουν όλα
Ούτε σε μια μέρα
Ούτε σε μια ζωή.


Στην άκρη της νύχτας
- για σε το λέω, απελπισμένε -
στην άκρη της νύχτας
πάνω σε κάποιο κλαρί
κρέμεται μια ελπίδα.
Το ίδιο και για σένα
- Στραγγαλιστή-
στην άκρη κάποιου κλαδιού
Κρέμεται μια αγχόνη.


Υπομονή μόνο. Άς πηγαίνουν όλα αργά,
Άς δείχνουν όλα λυπημένα
( μετά τη δύση της μέρας ή μετά τη δύση της ζωής ).
Άς λενε..
Πως ο θεός έπλασε τον κόσμο
σ' επτά μόνο μέρες.
Σ' επτά μόνο μέρες δε μπορείς
να  χτίσεις ούτ' έναν πύργο στην Ισπανία !


Αλλά - πολλές φορές - καλά είναι και τα ψέματα.
Σβήνουν κι' αυτά κάποιες δίψες.
Νάναι μόνο καθαρά. Καθαρά ψέματα
Όχι βρωμισμένα μ' Αλήθειες !
Επι τέλους θέλουμε ένα βρώμικο ψέμα
Για να γλυτώσουμε απ' τις φκιασιδωμένες αλήθειες.








Μια εικόνα ήσουν.


  


Ξεκρέμασα την εικόνα σου !
Πάλιωσε ...
Χρώμα σέπιας και νοσταλγίας ...
Μια χαρακιά τη διαπερνούσε πέρα ως πέρα !
Τη γύρισα ανάποδα και την έκρυψα σε ένα συρτάρι
με ενθύμια !
Κρέμασα στον τοίχο μια καινούρια ...
Τουλάχιστον μυρίζει ελπίδα ...
Μυρίζει προσμονή !
Πρέπει να σκεπάσω τα σημάδια ... δεν ωρελεί ...
Μια εικόνα ήσουν που ο χρόνος ανελέητα την χαράκωσε ...
Θα κλείσει η πληγή !
Εδώ έκλεισαν τόσα και τόσα ...
Οι αγάπες πάνε κι έρχονται ...
σαν το κύμα που άλλοτε χαϊδεύει τ' ακρογιάλι,
κι άλλοτε το χαστουκίζει με μανία...




Ουράνιο άγγιγμα.




Ουράνιο άγγιγμα. 

Παράξενη βραδιά απόψε.
Ακούω την θάλασσα λες και είναι παιδί,
 που στράγγιξε πάνω της τα δάκρυα του.
Ακούω τους ήχους τ' ουρανού,
 θολούς και ανήσυχους.
Άλλωστε έχουν κι οι πεταλούδες τους χειμώνες τους.
Κι ακούω κι εσένα,
τόσο γελαστό κι απόμακρο
σαν παλιά κιτρινισμένη φωτογραφία πάνω στο τζάκι.
Ψιθυρίζει απόψε η νύχτα τραγούδια
στ' αυτιά βιαστικών περαστικών.
Είναι τόσο νωρίς και τόσο αργά συνάμα
Που για να προλάβεις πρέπει να ΄κουμπήσεις το Θεό.



Δεν υπάρχει αγάπη ευτυχισμένη.


Για τον Άνθρωπο τίποτα δεν είναι δεδομένο ούτε η δύναμή του, 
ούτε η αδυναμία του, ούτε η καρδιά του 
όταν νομίζει ότι ανοίγει την αγκαλιά του η σκιά της σχηματίζει σταυρό, 
όταν πιστεύει πως σφίγγει την ευτυχία του την συντρίβει, 
η ζωή του παράξενος και πονεμένος διχασμός
Η ζωή του... Μοιάζει σε στρατιώτες με στολές
Μα δίχως όπλα, για έναν άγνωστο σκοπό ταγμένους.
Τι κι αν τους έβρεις το πρωί ετοιμασμένους,
Αυτούς, οπού το βράδυ θα τους δεις αβέβαιους, νικημένους;
Πείτε μονάχα: η ζωή μου! Και βαστήχτε των δακρύων σας τις πηγές...
Δεν υπάρχει αγάπη ευτυχισμένη.
Ωραία μου αγάπη, καλή μου αγάπη, οδύνη και πλάνη,
Μαζί μου σ'έχω, μέσα μου, σαν πουλί πληγωμένο·
Κι όλοι γύρω μάς βλέπουν μ'ένα βλέμμα χαμένο,
Ξαναλέγοντας, πίσω μου, κάθε λόγο που είχα πλεγμένο
Στα μεγάλα τα μάτια σου -κι έχει τώρα πεθάνει...
Δεν υπάρχει αγάπη ευτυχισμένη.
Ο καιρός να μάθουμε να ζούμε έχει διαβεί...
Κλαίνε στην ένωσή τους οι καρδιές μας κάθε βράδι,
Για το σπαθί της δυστυχίας που της χαράς το υφάδι
Κόβει, για τις λύπες που πληρώνουν ένα χάδι,
Τα όσα δάκρυα για μια κιθάρας πνοή.
Δεν υπάρχει αγάπη ευτυχισμένη.
"Δεν υπάρχει αγάπη, σαν κισσός στον πόνο να μη στρέφεται,
Δεν υπάρχει αγάπη που να μη σε πεθαίνει,
Δεν υπάρχει αγάπη που να μη σε μαραίνει,
Και της πατρίδας όχι πιότερο η αγάπη η βλογημένη
Δεν υπάρχει αγάπη που απ' το κλάμα να μη θρέφεται.
Δεν υπάρχει αγάπη ευτυχισμένη."
Κι όμως, μ' αγάπη εμείς οι δυο είμαστε δεμένοι!











Πόση γη χρειάζεται ο άνθρωπος;



Μια από τις ιστορίες του Λέων Τολστόι, είναι μικρή ιστορία αυτή έχει τον τίτλο «Πόση γη χρειάζεται ένας άνθρωπος;» Η ιστορία μιλάει για έναν αγρότη, τον Παχόμ που ο ίδιος απόκτησε περιουσία και τα υπάρχοντα του τα πολλά, άναψαν μέσα του μια επιθυμία να αποκτήσει όλο και πιο πολλά.

Μια και δυο λοιπόν ο Παχόμ ξεκίνησε, ταξίδεψε και έφτασε σε εκείνη την μακρινή γη. Το έδαφος ήταν παρθένο και απαλό σαν την παλάμη του ανθρώπου και μαύρη όπως ο σπόρος της παπαρούνας, και το χορτάρι έφτανε ψηλά ως το στήθος.
«Και ποια είναι η τιμή;» ρώτησε ο Παχόμ.
«Η τιμή μας είναι πάντοτε η ίδια: χίλια ρούβλια την ημέρα» του απάντησαν
Ο Παχόμ δεν καταλάβαινε.
«Την ημέρα; Τι είδους τιμή είναι αυτή; Πόση έκταση είναι αυτό;»
«Δεν ξέρουμε να το υπολογίσουμε» είπε ο αρχηγός τους.
«Το πουλάμε με την ημέρα. Όσο μπορείς να περπατήσεις σε μια μέρα, όσο σε πηγαίνουν τα πόδια σου και αντέχεις για μια μέρα να πηγαίνεις, είναι δικό σου, και η τιμή είναι πάντα χίλια ρούβλια.»
Ο Παχόμ έχασε τη μιλιά του από την έκπληξη.
«Ναι,» είπε, «αλλά σε μια μέρα μπορώ να προλάβω να περπατήσω και να καλύψω ένα τεράστιο μέρος από γη.»
Ο αρχηγός τους γέλασε.
«Θα είναι όλο δικό σου!» του είπε. «Αλλά υπάρχει ένας όρος. Θα πρέπει την ίδια μέρα να επιστρέψεις στο μέρος από το οποίο ξεκίνησες. Αν δεν επιστρέψεις στο μέρος από όπου ξεκίνησες, τα λεφτά σου είναι χαμένα».
Εκείνο το βράδυ ο Παχόμ δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Όμως πριν χαράξει αποκοιμήθηκε και άρχισε να ονειρεύεται. Ονειρευόταν πως ήταν σε μια δικιά του σκηνή και πως άκουσε να γελούν απ' έξω. Τόλμησε και βγήκε έξω και είδε τον αρχηγό των Μπασκίρς να κάθεται έξω από την σκηνή και να κρατά την κοιλιά του από τα γέλια και να κυλίεται γύρω-γύρω γελώντας. Καθώς πλησίασε πιο κοντά κατάλαβε πως δεν ήταν ο αρχηγός των Μπασκίρ αλλά εκείνος ο πλανόδιος έμπορος που είχε συναντήσει στην δική του γη, και σαν είδε ακόμη πιο καλά κατάλαβε πως ήταν ο αγρότης που είχε βρει, που είχε έρθει πάνω από τον Βόλγα. Αλλά τελικά δεν ήταν ούτε αυτός, ήταν ο διάβολος ο ίδιος με κέρατα και πόδια ζώου, με οπλές που τα κτυπούσε κάτω ελαφρά. Μπροστά από τον διάβολο ήταν ξαπλωμένος ένας ξυπόλυτος άνδρας που φορούσε μόνο παντελόνι και πουκάμισο.
Και καθώς ονειρευόταν ο Παχόμ, πήγε πιο κοντά να δει τι άνθρωπος ήταν αυτός, και διαπίστωσε πως ήταν νεκρός και πως ήταν ... ο εαυτός του!
Τρομοκρατημένος ο Παχόμ πετάχτηκε επάνω. «Τι μπορεί να ονειρεύεται ο άνθρωπος!» σκέφτηκε.
Ο Παχόμ έφτασε στην πεδιάδα εκείνη που είχαν συμφωνήσει καθώς ο ουρανός άρχιζε να κοκκινίζει. Έβαλε τα χίλια ρούβλια στο γούνινο καπέλο του αρχηγού που το είχε βάλει στο χώμα, και ξεκίνησε. Το βήμα του δεν ήταν ούτε αργό, ούτε γρήγορο. Όσο όμως περπατούσε στην γη έκανε πιο μεγάλα βήματα γιατί η γη σε κάθε βήμα που έκανε φαίνονταν και πιο ωραία. Μάλιστα σε μια προσπάθεια να συμπεριλάβει μέσα ένα πολύ ωραίο λιβάδι, πήγε πολύ μακριά πριν να βάλει το σημάδι που είχε μαζί του, και να αρχίσει να γυρίζει πίσω. Έτσι κύλησε η μέρα και τώρα βιαζόταν και περπατούσε πραγματικά γρήγορα κάτω από τον καυτό ήλιο που όμως είχε αρχίσει να δύει.
Κατακουρασμένος αφού έκανε κύκλο τέτοια μεγάλη έκταση ο Παχόμ γύριζε πίσω στο λοφάκι από όπου είχε ξεκινήσει περπατώντας με δυσκολία, σέρνοντας τα πόδια του. Το στήθος του ανεβοκατέβαινε σαν των παλιών σιδεράδων το φυσερό, η καρδιά του χτυπούσε σαν σφυρί, τα πόδια του άρχιζαν σιγά-σιγά να τον εγκαταλείπουν. Σε λίγο έβλεπε ο Παχόμ τον λόφο και τους Μπασκίρς να του φωνάζουν.
Και ο Τολστόι κλείνει την ιστορία:
«Ο Παχόμ κοίταξε τον ήλιο που είχε αγγίξει την γη. Η μια πλευρά του είχε ήδη χαθεί. Με όση δύναμη του απέμενε βιάστηκε τόσο πολύ που έγερνε το κορμί του μπρος τα εμπρός ίσα-ίσα που τα πόδια του ακολουθούσαν ώστε να μην πέσει. Με το που άγγιξε τον λοφίσκο ξαφνικά σκοτείνιασε. Κοίταξε ψηλά, ο ήλιος είχε ήδη δύσει! Φώναξε με αγωνία: «όλος μου ο κόπος πήγε χαμένος,» και ενώ σκεφτόταν να σταματήσει άκουσε τους Μπασκίρς να του φωνάζουν και θυμήθηκε πως αν και για αυτόν που ήταν χαμηλά ο ήλιος είχε δύσει, για αυτούς όμως που ήταν στην κορυφή ο ήλιος ακόμη φαινόταν. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, ανέβηκε πάνω στον λόφο. Εκεί ήταν ακόμη φως.
Και καθώς έφτασε στην κορυφή είδε τον σκούφο. Δίπλα από αυτόν καθόταν ο αρχηγός γελώντας και έχοντας τα χέρια στη μέση του. Πάλι ο Παχόμ θυμήθηκε το όνειρό του και έβγαλε μια κραυγή. Τα πόδια του τον εγκατέλειψαν, έπεσε μπροστά και άρπαξε το καπέλο (με τα ρούβλια) στα χέρια του ...-πέθανε από την υπερβολική προσπάθεια.
Ο υπηρέτης του σήκωσε μια αξίνα και έσκαψε ένα λάκκο μακρύ αρκετά για να χωράει τον Παχόμ και τον έθαψε εκεί. Έξι πόδια, όσο από το κεφάλι στις πατούσες του, τόσο του έλειπε για να φτάσει στον στόχο του.»

Στ’ απόβραδα του κόσμου.






Στ' απόβραδα του κόσμου
υπάρχουν άνθρωποι που φυλαγμένο κρατούν ένα κερί, ξέροντας πως το αντιφέγγισμά του γλυκά απαλύνει τα στοιχειά
κι η μοναξιά δεν είναι πια απέραντη.
Ανάβουνε φωτιές, λεν ιστορίες κάτω απ το στοργικό του φεγγαριού χαμόγελο,
κοιτούν ψηλά, επινοούν ελπίδα.
Κι έτσι υπάρχει κάπου, κάποιος που έχει ένα σχέδιο, που τους προσέχει
κι ο κόσμος δεν είναι όσο άδειος μοιάζει.
Στ' απόβραδα της πίστης
πόνοι και θλίψεις βγάζουν την ευτυχία που φορούν ολημερίς για μάσκα,
κάθονται δίπλα δίπλα με μάτια γυάλινα στη μέση οικείων ερήμων,
ζευγάρια ξαπλώνουνε μαζί κι όμως απέραντα μακριά ο ένας απ τον άλλον
-νησιά ερημωμένα σε στερεμένες θάλασσες,
κορμιά κινούμενα σ' αμετακίνητες ζωές.
Στ' απόβραδα του φόβου
της έγνοιας -μα όχι της επιθυμίας- άνθρωποι,
αθόρυβα, ρουφάν, ολονυχτίς, το μαύρο, εκπνέοντάς το ασθμαίνοντας την άλλη μέρα.
Και στης σιωπής τ' απόβραδα,
άλλοι εξαγοράζουνε τον ανονείρευτό τους λήθαργο
με κάποιο χάπι,
και άλλοι άγρυπνοι
επίμονα φυλάν τα Όνειρά τους απ τη λήθη.

Τρίτη 6 Μαρτίου 2018

Συναντιόμαστε με τη μνήμη.







Κανένας μας δεν ήξερε
αν η γέφυρα είχε γκρεμιστεί
ή αν είχε μείνει μισοτελειωμένη.
Κι εμείς και οι απέναντι
φτάνουμε ώς τις κομμένες άκρες της
να κοιταχτούμε από μακριά
να κοιτάξουμε την άβυσσο.
Δίχως αγγίγματα, 
δίχως περιπτύξεις
συναντιόμαστε με τη μνήμη.


Χωρίς επαφή.




Σήμερα οι άνθρωποι ερωτεύονται
πάνω από κινητά και οθόνες αφής
Το σ'αγαπώ το γράφουμε με πλήκτρα
Δε ζεσταίνονται τα ακροδάχτυλά μας
σαν κρατάμε το μολύβι
Δε νιώθουμε τις καμπύλες των γραμμάτων
σα γεννιούνται στο χαρτί
Δεν αντιλαμβανόμαστε το βάρος της ευθύνης
σαν τονίζουμε το τελευταίο f
το μέγα, το μακρόχρονο
Ομοιώματα γραμμάτων με ευκολία
χωρίς κόπο πατάμε
Μένουμε στην εικόνα
Αγαπούμε εικονικά
σχεδόν αυτοματοποιημένα
Μα εγώ, ακόμη περιμένω
ένα ερωτικό γράμμα να φτάσει
Μια χειρόγραφη αγάπη, ακόμη ψάχνω...

Βροχερή καλησπέρα...







Ας αφήσουμε τη βροχή να ξεπλύνει κάθε θλιβερή ανάμνηση και

την μουσική να μας  συντροφεύει  στη βόλτα μας...

Βροχερή καλησπέρα...




Ζητάτε να σας πω..





Στις 29 Αυγούστου 1944 ο Αττίκ σκοντάφτει πάνω σε έναν Γερμανό στρατιώτη, ο οποίος θυμωμένος γρονθοκοπεί άγρια τον βραχύσωμο άνδρα. Μην αντέχοντας τις κακουχίες της Κατοχής και τη φρίκη των Ναζί, έχοντας ήδη πέσει σε κατάθλιψη και όντας μία σκιά του εαυτού του, το βράδυ εκείνο παίρνει μεγαλύτερη ποσότητα από τα ηρεμιστικά βερονάλ που τον βοηθούσαν κάθε νύχτα να κοιμηθεί και «φεύγει» από τη ζωή. Ήταν 59 χρονών.
Ο Κλέων Τριανταφύλλου, συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής των τραγουδιών του, ο τρυφερός Αττίκ, ένας από τους σημαντικότερους εκφραστές του ελληνικού ελαφρού τραγουδιού στις αρχές του 20ού αιώνα, γεννήθηκε στην Αίγυπτο στις 19 Μαρτίου 1885.
Ο πατέρας του Δημήτριος Τριανταφύλλου, ήταν πλούσιος βαμβακοπαραγωγός και έμπορος της Αιγύπτου με καταγωγή από το Βόλο.
Η γλωσσομαθής και καλλιεργημένη μητέρα του, Εριθέλγη, ήταν κόρη του του ριζοσπάστη βουλευτή από τα Κύθηρα Δημητρίου Ραπτάκη.
Ο Κλέων μεγαλώνει σε ένα αστικό περιβάλλον, μαθαίνει πιάνο και φλάουτο και έρχεται σε επαφή με τις τέχνες.
Όμως, ο πατέρας του πεθαίνει το 1893, όταν ο Αττίκ είναι οκτώ χρονών και η οικογένεια Τριανταφύλλου εγκαταλείπει τα επόμενα χρόνια την Αίγυπτο για να εγκατασταθεί στην Αθήνα.
Το 1907 φθάνει μαζί με τον αδελφό του στο Παρίσι, για να σπουδάσει Πολιτικές και Οικονομικές Επιστήμες -ως συνέχεια των σπουδών του στη Νομική σχολή Αθηνών- όμως σύντομα, αποφασίζει να στραφεί στη μουσική. Εγγράφεται στο Conservatoire de Paris, όπου θα έχει καθηγητές τον Gabriel Faurι, τον Camille Saint-Saλns και τον Ιmile Pessard.
Στο Παρίσι θα εκδόσει περί τις 300 συνθέσεις  -τραγούδια, οπερέτες, μουσική για πιάνο, για μπαλέτο- και θα γίνει ιδιαίτερα γνωστός. Ενώ η φήμη του εξαπλώνεται, η οικογένειά του βρίσκεται αντιμέτωπη με οικονομικά προβλήματα. Εκτός αυτού, η αδελφή του Νόρα ασθενεί και ο Αττίκ επιστρέφει στην Αθήνα.
Η Μάντρα του Αττίκ
Στην Αθήνα συνεχίζει τη δημιουργική πορεία του και το καλοκαίρι του 1931 δημιουργεί την περίφημη «Μάντρα του Αττίκ», τον μουσικό θίασο που στην αρχή στεγαζόταν επί της οδού Μηθύμνης στην τότε Πλατεία Αγάμων, σημερινή πλατεία Αμερικής. Η Μάντρα του Αττίκ κάθε καλοκαίρι έδινε παραστάσεις στην Αθήνα και το χειμώνα περιόδευε στην περιφέρεια μέχρι το 1938 οπότε και απέκτησε μόνιμη έδρα σε μια αθηναϊκή ταβέρνα, την «Μονμάρτη», στη διασταύρωση των οδών Αχαρνών και Ηπείρου, η λειτουργία της οποίας εξακολούθησε μέχρι την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου.
Πολλοί καλλιτέχνες της εποχής όφειλαν την ανάδειξή τους στη Μάντρα του Αττίκ, όπως οι τραγουδίστριες Λουίζα Ποζέλι, Ζωή Νάχη, Καλή Καλό, Δανάη, Κάκια Μένδρη, Ντιριντάουα, Λέλα Μιτσούκο ...
Σύμφωνα με αρχεία της Ελληνικής Χωροφυλακής, στις 25 Ιουλίου του 1935 «υπό την αναμόχλευση πολιτικών παθών», ομάδα ροπαλοφόρων και σμηνιτών εισβάλλουν στη Μάντρα του Αττίκ κάνοντας τα γυαλιά - καρφιά, τραυματίζοντας θαμώνες και καλλιτέχνες, μεταξύ των οποίων και τον ίδιον τον Αττίκ στο κεφάλι. Αφορμή ήταν μια σάτιρα κατά του πρωθυπουργού Παναγή Τσαλδάρη. Λίγες ημέρες μετά ακολούθησαν παρόμοιες επιδρομές και σε γραφεία εφημερίδων.
Στο ερώτημα «τί ήταν η Μάντρα;» ο Αττίκ είχε απαντήσει στη Δανάη:
«Πολλές σανίδες, λίγη μπογιά και αρκετή πρωτοπορία. Ένα ξύλινο παράπηγμα-σκηνή, ύψους 6-7 μέτρων και δίπλα η αυλόπορτα είσοδος. Στο δρόμο η πρόσοψη παριστάνει ένα φτωχικό διώροφο σπιτάκι με ζωγραφισμένα πορτοπαράθυρα. 'Ενα αληθινό παράθυρο στο ισόγειο που στην πραγματικότητα ήταν το ταμείο και μια αληθινή μπαλκονόπορτα με μπαλκόνι στο δεύτερο πάτωμα. Στην είσοδο γλάστρες με φυτεμένα ... μακαρόνια. Στην πόρτα ψηλά ένα κλουβί με μια σαρδέλα αντί πουλιού, μαρτυρούσε την εκ μητρός καταγωγή μου και μην ξεχνάτε ότι οι Τσιριγώτες έβαλαν την σαρδέλα στο κλουβί να τραγουδήσει ...»
Η περίφημη Μάντρα «έσβησε» μαζί με τον δημιουργό της, το 1944.
Τρεις γάμοι και «Ζητάτε να σας πω»
Ο Αττίκ, παντρεύτηκε τρεις φορές. Η πρώτη του γυναίκα η Μαρί - Ελέν, με την οποία παντρεύτηκε το 1909, πέθανε έξι μήνες μετά τον θάνατο του μοναδικού παιδιού τους σε ηλικία ενός έτους, μην αντέχοντας το βάρος της απώλειας.
Στη συνέχεια, ο Αττίκ συνδέθηκε και παντρεύτηκε με την ηθοποιό, ποιήτρια και εκδότρια του πε­ριοδικού«Νέος Παρθενών», Μαρίκα Φιλιππίδου, που ήταν ο μεγάλος έρωτας της ζωής του.
Το 1914 η Φιλιππίδου χωρίζει τον Αττίκ για να παντρευτεί τον πατέρα της Μελίνας Μερκούρη, Σταμάτη Μερκούρη.
Ωστόσο, ένα επεισόδιο και κυρίως, το τραγούδι που ταυτίστηκε μαζί του, έμελε να μείνουν στην ιστορία.
Λίγο μετά τον χωρισμό τους, η Μαρίκα πηγαίνει στη «Μάντρα» συνοδευόμενη από το νέο σύζυγό της. Οι θαμώνες αντιλαμβανόμενοι τον ερχομό της και προκειμένου να πειράξουν τον Αττίκ, του ζητούν φωνάζοντας ρυθμικά να πει το βαλσάκι «Είδα μάτια» (τραγούδι που είχε γράψει για την Μαρίκα).

Εκείνος, αντικρίζοντας στις πρώτες θέσεις την πρώην γυναίκα του και μη μπορώντας να αντέξει την συναισθηματική φόρτιση, αποσύρεται στο καμαρίνι του. Δέκα λεπτά μετά, επιστρέφει στο πιάνο του και ερμηνεύσει το τραγούδι - απάντηση στο κοινό, που δεν ήταν άλλο, από το «Ζητάτε να σας πω». Ακούγοντας το η Μαρίκα αποχωρεί με δάκρυα στα μάτια. Το τραγούδι όχι μόνο έγινε τεράστιο σουξέ της εποχής, αλλά άντεξε στον χρόνο, γνωρίζοντας συνεχώς επανεκτελέσεις.


Ο Αττίκ έκανε και τρίτο γάμο, με τη Ρωσίδα χορεύτρια Σούρα, με την οποία και έζησε μέχρι τον θάνατό του.
Το τραγούδι του «Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες», ένα από τα πιο γνωστά και αγαπημένα του συνθέτη, γράφτηκε όταν η Σούρα αρρώστησε από τύφο και κινδύνεψε σοβαρά.

Λέγεται μάλιστα ότι, ο Αττίκ ήταν τόσο θλιμμένος ώστε άρχισε να γράφει το τραγούδι, όμως δεν μπορούσε να το ολοκληρώσει, επειδή δεν έβρισκε την κατάλληλη λέξη που να ταιριάζει σε μια στροφή του ρεφρέν...
Ένα βράδυ σε μια από τις παραστάσεις, ο Αττίκ, που συνήθιζε να συνομιλεί με το κοινό, σιγοψιθύρισε το τραγούδι παίζοντάς το στο πιάνο και όταν έφτασε στο «μαραμένα τα γιούλια και οι ...» απευθύνθηκε στο κοινό και εξήγησε ότι προσπαθεί μάταια να βρει το κατάλληλο λουλούδι για να ταιριάξει στον στίχο, που να είναι δισύλλαβο και στον πληθυντικό. Οι ψίθυροι του κόσμου πλημμύρισαν τότε το θέατρο, μέχρι που κάποια στιγμή ακούστηκε μια φωνή: «και οι βιόλες και οι βιόλες».
Το τραγούδι κυκλοφόρησε το 1935 με τη φωνή της Κάκιας Μένδρη. Αργότερα το τραγούδησαν η Ελίζα Μαρέλη και η Δανάση Στρατηγοπούλου.
Λίγο πριν φύγει από τη ζωή, ο Αττίκ πρωταγωνίστησε στη μουσική, δραματική ταινία «Χειροκροτήματα» (1944) του Γιώργου Τζαβέλλα, η υπόθεση της οποίας παρουσιάζει ομοιότητα με την πραγματική ζωή του πρωταγωνιστή. Στην ταινία αυτή ο Αττίκ, κουρασμένος από την Κατοχή και μελοδραματικός, ελάχιστα θύμιζε τον δυναμικό, ευφυή, παιχνιδιάρη δημιουργό της «Μάντρας».
Η Δανάη για τον Αττίκ
Η τραγουδίστρια Δανάη Στρατηγοπούλου, που είχε γίνει διάσημη από τις ερμηνείες της στα τραγούδια του Αττίκ και είχε εμφανισθεί μαζί του στη «Μάντρα» είχε γράψει  στο βιβλίο της με τίτλο «Αττίκ» (εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1986):
«Ηταν ευπατρίδης. Τον κατηγόρησαν για άστατο με το άλλο φύλο. Μα δεν ήταν επιπόλαια άστατος. Δεν ήταν ακριβώς άστατος. Ηταν ένα είδος Νέρωνα που θα ήθελε να ήταν όλες οι γυναίκες μία και μόνο, για να τους δώσει ή να τους πάρει - το ίδιο κάνει - την καρδιά. Ακατάλληλος για σύζυγος, ήταν ο ιδανικός εραστής (...). Ενας 'τέλειος ιππότης στον καιρό μας (...)'... Τρεις γυναίκες παντρεύτηκε ο Αττίκ. Και οι τρεις πανέμορφες. Και οι τρεις φτωχές. Μιας όμως η ομορφιά τραγουδήθηκε, όπως καμίας άλλης Ελληνίδας: Της δεύτερης, της μελαχρινής γαλανομάτας Μαρίκας Φιλιππίδη, αδερφής του πρωταγωνιστή της οπερέτας Μάνου Φιλιππίδη».


πηγήhttp://tvxs.gr/

Τα δυο δάκρυα...

  Από τη γη δύο δάκρυα, θερμά μαργαριτάρια ανέβηκαν  και στάλαξαν στου Πλάστη τα ποδάρια.
 Κι’ είπε το πρώτο τρέμοντας στο Θείο Θρόνο
 Εμένα...