Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2019

Επίτηδες.




11 Δεκέμβρη

«Παιδί μου θα το κόψω!
Λέω να το κόψω το δέντρο πριν τις Γιορτές. Την τίναξε την πλάκα και πρέπει να το κόψουμε. Ποιος το περίμενε; Ήταν μια σταλιά πριν λίγα χρόνια. Πως μεγάλωσε έτσι; Έπινε πολύ νερό βλέπεις γιατί ήταν δίπλα στη βρύση. Παιδί μου πρέπει να το κόψω... θα ραγίσει το σπίτι. Η μάνα σου δεν ήθελε να το πειράξω, αλλιώς εγώ θα το 'χα "μαζέψει" από το '12. Αλλά το θεωρούσε γρουσουζιά. Της άρεσε να κοιμάται τα Καλοκαίρια στη σκιά του. Να το στολίζει έξω τα Χριστούγεννα, να το χαζεύουνε οι περαστικοί. Σάμπως περνάει πια κανείς από δω; Κι εσύ ακόμα δεν έρχεσαι. Λιγόστεψαν κι οι γείτονες.
Δεν μπορώ να ζω πια κάτω από το δέντρο, παιδί μου.
Ε! Γιορτές έρχονται. Θα το κόψω να το βάλω μέσα. Να έρθεις κι εσύ να το στολίσουμε, που σου αρέσει και που χάθηκες λίγο. Να έρθεις κι εσύ, να έτσι, λίγο να σε δω ε;»

18 Δεκέμβρη

Πάει βδομάδα, παιδί μου, που σου τηλεφώνησα. Και δεν μιλήσαμε.
Το σκέφτηκα. Μη και μου έχεις θυμώσει. Που είπα να το κόψω. Ε! δεν θα το έκοβα χωρίς να σε ρωτήσω… Και σε ρώτησα. Αλλά δεν έδωσες σημάδι τι να κάνω. Μπαίνουνε στο σπίτι νερά. Το είπε κι ο μηχανικός που ήρθε για τα στατικά. «Το δέντρο εκεί έξω, είπε, θα την πετάξει την πλάκα. Έχει μεγαλώσει πολύ. Να το κόψετε.»
Θα ρωτήσω πρώτα το παιδί μου, του είπα. Και περιμένω. Έφτιαξα σούπα σήμερα. Κολοκυθόσουπα που σου αρέσει. Που είναι αύριο Κυριακή. Κι ίσως να κλέψεις λίγο χρόνο να πεταχτείς. Να έρθεις παιδί μου, να το δεις και με τα μάτια σου. Πόσο πολύ μεγάλωσε. Και πως το καλύτερο είναι να κοπεί. Το πιο μεγάλο μέρος θα το κάψω. Στο τζάκι. Και το υπόλοιπο, ως την κορφή θα το στολίσω. Αλλά να μην περάσουνε κι οι γιορτές, μαζί να το στολίσουμε ε;. Μέσα, όχι έξω αυτήν την φορά. Ποιος να το δει έξω; Κανένας δεν περνάει πια. Κι εσύ ακόμα δεν έρχεσαι. Λιγόστεψαν κι οι γείτονες. Μην τα λέω και τα ξαναλέω.
Θα το κόψω!

24 Δεκέμβρη

Χρόνια πολλά παιδί μου.
Δεν ήρθες. Και το έκοψα. Και μοναχός μου το στόλισα. Αν έρθεις να το βρεις μέσα πια. Στο σαλόνι, εκεί δίπλα στο παράθυρο. Που καθότανε η μάνα σου; Απέναντι. Να φαίνεται απ’ έξω. Να αναβοσβήνουν τα φωτάκια. Να σε περιμένουν. Ξέρω αυτά τα μεγάλα ταξίδια με την εταιρία σου κρατάνε πολύ. Αλλά τα Χριστούγεννα ήρθανε, να τους πεις. Κι έχω κι έναν πατέρα που με περιμένει. Αλλά αν σε βαραίνω κι εγώ με τα δικά μου, πάλι πες το μου. Εμένα, μου φτάνει μόλις γυρίσεις και βρεις το μήνυμα να μην αργήσεις. Κι εγώ θα το κρατήσω στολισμένο, παιδί μου, ως το τέλος. Να σε υποδεχτεί.
Πάρε με μόλις πας σπίτι. Ε! δεν σου είναι και κόπος να φτάσεις από το Κέντρο, ίσαμε δω. Μια ώρα δρόμος. Εγώ στρωμένα θα έχω. Να ξαπλώσεις δίπλα στο δέντρο. Να το χαρείς!

31 Δεκέμβρη

Θα αλλάξει ο χρόνος απόψε, παιδί μου. Τόσο πολύ σε πείραξε που το έκοψα. Ε! μάθε το… Δεν το έκοψα. Έτσι στο είπα για να σηκωθείς και να ‘ρθεις. Έξω το στόλισα πάλι. Κι ας την πετάξει την πλάκα. Κι ας πέσει το σπίτι. Τι να το κάνω ολόκληρο σπίτι, άδειο;
Τώρα που σου είπα την αλήθεια, έλα! Κατάλαβες πως με έχει φάει να σε δω. Ήρθανε ανήμερα τα Χριστούγεννα η Σόνια κι η κόρη της και φάγαμε. Αλλά τι να τις κάνω; Τις βαριέμαι. Όλο τα ίδια και τα ίδια. Με ρώτησαν για σένα. Έχει ταξίδια, είπα. Απανωτά. Πρωτοχρονιά συνήθως μου έρχεται. Ε! δεν τους αφήνουνε να αλλάξουν χρόνο στα Εμιράτα. Με τους αλλόθρησκους. Τι να πω; Αφού ξέρεις εγώ σε καλύπτω μια ζωή. Και με την μάνα σου το έκανα και πάντα θα το κάνω. Αφού καταλαβαίνω πως θες να ζήσεις και να κάνεις τα δικά σου. Αλλά πόσο μακριά είσαι πια; Αν οδηγούσα θα ερχόμουνα εγώ. Αλλά το κέντρο το φοβάμαι. Δεν το γνωρίζω πια. Εδώ στους απέναντι σηκώνομαι να πάω και το σκέφτομαι.
Που λες δεν το ‘κοψα. Όπως τα άφησες όλα είναι εδώ. Να σε τρομάξω ήθελα. Να σε φέρω. Έλεγα μέσα μου αν έρθει θα χαρεί που θα το βρει στην πόρτα πάλι, έξω κι όχι μέσα και θα μου πει: Τι πονηρός που είσαι μπαμπά; Καυσόξυλα το έκανες το δέντρο για να με φέρεις. Έκπληξη ήθελα να σου κάνω. Και τώρα αφού δεν σου την έκανα, θες να μου την κάνεις εσύ;

1 Γενάρη

Κοίτα γιε μου. Το δέντρο δεν το έκοψα. Αλλά το αλκοόλ το έκοψα. Τα πέταξα όλα τα μπουκάλια έξω. Πρωτοχρονιά. Να μπει καλά ο χρόνος όπως σου υποσχέθηκα. Ξέρω θα μου πεις: «Πατέρα, τα ίδια έλεγες και πέρυσι. Και το έκοψες για ένα μήνα. Και μετά πάλι τα ίδια. Και δεν μπορώ να σε βλέπω έτσι, πατέρα». Και με συγχώρεσες. Αλλά δεν ήταν Πρωτοχρονιά. Είναι αλλιώς Πρωτοχρονιά. Μόνος εδώ. Και να μην πίνω. Είναι αλλιώς. Το έκοψα το ουίσκι, παιδί μου. Να ρώτα και την κυρία Σόνια, που με βοήθησε, κι είναι εδώ τώρα να σου πει. «Πες Σόνια» - «Ναι αλήθεια λέει, το έκοψε, χτες βράδυ που αλλάξαμε χρόνο μαζί σταγόνα δεν ήπιε. Αλήθεια λέει, το έκοψε. Όχι το δέντρο. Το ουίσκι έκοψε. Να έρθετε». Την άκουσες παιδί μου; Καλή χρονιά παιδί μου. Σε περιμένω.

2 Γενάρη

«τουτ… τουτ… τουτ…»

3 Γενάρη

«τουτ… τουτ… τουτ…»

4 Γενάρη

«Τουτ… τουτ… τουτ…»

6 Γενάρη

«Σας καλώ από το σπίτι του πατέρα σας. Δεν ξέρω αν θα λάβετε έγκαιρα αυτό το μήνυμα. Ο μπαμπάς σας είναι στο Νοσοκομείο. Έκοψε τα χέρια του με ένα ποτήρι. Ήπιε πάλι. Κρίμα. Ήπιε και μετά το έσπασε το ποτήρι. Και κόπηκε. Επίτηδες κόπηκε. Τον βρήκαμε σήμερα η κόρη μου κι εγώ. Η Σόνια είμαι από απέναντι. Ήτανε καλός άνθρωπος… Είναι… Αν θέλετε βιαστείτε. Μας είπε πως μένετε στο Κέντρο, ίσως όχι και πολύ μακριά από το Νοσοκομείο. Στον Ευαγγελισμό τον έχουνε. Πρώτος όροφος. Β’ Παθολογική. Μακάρι να ακούτε.»

7 Γενάρη

«Χρόνια Πολλά. Σας καλούμε από τον Ευαγγελισμό, από την Κλινική… Τουτ!»

- Νομίζω το έκλεισαν, όχι κατά λάθος. Άφηνα μήνυμα στον τηλεφωνητή και κόπηκε η γραμμή. Εντάξει, εντάξει θα ξανακαλέσω. Αλλά σας λέω μου το έκλεισαν κατάμουτρα. Καλά, καλά, ξανακαλώ.

«Ναι; …Τουτ!»

- Κόπηκε πάλι!!! Είναι σίγουρο. Το κάνουν επίτηδες.






Το Ελληνόπουλο.

  «Το Ελληνόπουλο» γράφτηκε από τον Βίκτωρ Ουγκώ το 1828 και αναφέρεται στην καταστροφή της Χίου από τους Οθωμανούς Τούρκους στις 30 Μαρτίου...