Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2019

Ο ουρανός πάνω από την Ισλανδία.




1. Θα το μεγάλωνε μόνος. Του είχε γίνει πατέρας, μητέρα, αδελφός και αδελφή. Αδελφή βέβαια ήταν, αλλά στην μικρή πόλη που όλα μαθαίνονται αυτό δεν είχε μαθευτεί. Είχε δεν είχε έξι μήνες εκεί μαζί με τον τρίχρονο Ισαάκ, από το τέλος του περασμένου Χειμώνα. Το σπίτι τους ήταν στο κέντρο, μικρό αλλά ευρύχωρο για δύο τόσο αυτάρκεις άντρες όσο ο Αβραάμ κι ο γιος του. Τον ονόμασε Ισαάκ από την Βίβλο. "Δεν με λένε έτσι αλλά μ’ αρέσει" του είπε ο μικρός. Δεν είχε βέβαια σκοπό να τον θυσιάσει, ούτε καλοήξερε την ιστορία, αλλά θυμόταν πως ο Ισαάκ επέζησε. Άσε που μια πράξη θυσίας είχε ήδη γίνει. Θυσίασε πολλά από την προσωπική του ζωή για αυτόν τον, μάλλον περιζήτητο, μπόμπιρα. Πιο πολύ τον είχε πειράξει που είχε αποχωριστεί τον Σβεν, ενώ ήταν ακόμη μαζί του ερωτευμένος. Του έστειλε είναι η αλήθεια μια καρτ ποστάλ από την μικρή πόλη που έγραφε: "Είμαι καλά, σε σκέφτομαι, αλλά θα μείνω μακριά σου για όσο χρειαστεί. Ελπίζω να μην με χρειαστείς και δεν είμαι εκεί." Μάλλον δεν θα τον χρειαζόταν ποτέ πια. Η κάρτα γύρισε πίσω λίγες μέρες μετά με την σφραγίδα "Απεβίωσε" Ναι. Δεν γινόταν πια αυτό να το αλλάξει. Και δεν μετάνιωσε που έκλεψε το παιδί και την κοπάνησε... Ο θάνατος του Σβεν τον επιβάρυνε. Αλλά του έδινε χαρά αυτή η νέα ζωή με τον μικρό. Τον γλύτωσε από το αλκοόλ, τα ντραγκς, τις ευκαιριακές ιστορίες μιας νύχτας, τον τζόγο. Δούλευε πια από το σπίτι κι ετοίμαζε τις δουλειές των πελατών του στον υπολογιστή. Τις έστελνε με μέιλ. Πληρωνόταν αρκετά, έβγαινε σπάνια και πάντα με τον μικρό. Η μικρή πόλη 300 χιλιόμετρα έξω από το Ρέυκιαβικ τους είχε υποδεχτεί φιλόξενα. Τους πήραν για πατέρα και γιο και διακριτικά ελάχιστοι ασχολήθηκαν με το τι απέγινε η μητέρα.
- Έφυγε πολύ νωρίς, απαντούσε και το βούλωναν κι οι πιο περίεργοι.
Ο μικρός τον λάτρευε. Τα παιδιά σε αυτήν την ηλικία ξεχνάνε το κακό όταν έρθει το καλό. Φτάνει να δίνουν και να παίρνουν αγάπη. Αλλά και τα τραύματα σε αυτή την ηλικία μένουν για αργότερα και πολύ αργότερα ανοίγουν πάλι. Το αργότερα θα αργούσε. Ως τότε ο Αβραάμ είχε να ασχοληθεί με τον τρόπο που ένα παιδί χωρίς μητέρα θα μεγαλώσει καλά. Ακόμη κι εκείνος είχε αρχίσει να ξεχνάει εκείνη την νύχτα, μαζί με τον Ισαάκ.
Κάποιοι όμως δεν την ξέχασαν. Και όπως γίνεται συνήθως σε αυτές τις ιστορίες η χαρά κρατάει λίγο. Για να δούμε.

2. Ήταν λίγο πριν τα Χριστούγεννα που η πόρτα του Αβραάμ χτύπησε, ένα παγωμένο σούρουπο, που όλοι οι γείτονες είχαν κρυφτεί από νωρίς στα ζεστά σπιτάκια τους. Η κομψή κυρία με την γούνα, δεν του ήταν άγνωστη και συνοδευόταν από τρεις σωματώδεις αλλά καλοντυμένους άντρες. Ο μικρός Ισαάκ έπαιζε στην σοφίτα της λιλιπούτειας μονοκατοικίας, που ήταν και το δωμάτιό του. Είχε όμως μάθει από τον νέο του μπαμπά πως όταν ακούει το κουδούνι, θα σταματάει το παιχνίδι αμέσως και θα μπαίνει μέσα στο κρεβάτι του όποια ώρα της ημέρας κι αν συμβεί αυτό. Το είχανε συμφωνήσει και ο τρίχρονος Ισαάκ τηρούσε τον λόγο του. Ησυχία απόλυτη λοιπόν απλωνόταν στο σπίτι, όταν η πόρτα άνοιξε.
Πολύ γρήγορα ο Αβραάμ κατάλαβε πως οι επισκέπτες στόχευαν να αποσπάσουν με χαρτιά που διέθεταν ως πειστήρια και μια φωτογραφία του μικρού που κρατούσαν , το παιδί από τον πατέρα.
- Δεν είναι δικό σας παιδί, αυτό το αγοράκι, και αν δεν θέλετε να μπλέξετε άσχημα με τον νόμο, θα ήταν φρόνιμο να μας παραδώσετε τον μικρό Έρνεστ, για να γυρίσει στην πραγματική του οικογένεια.
- Καταλαβαίνω την αγωνία σας αλλά το παιδί μου που το λένε Ισαάκ, πρώτον δεν είναι παιδί κάποιου άλλου και δεύτερον από χτες ήδη βρίσκεται στης μητέρας του που ζει χιλιόμετρα μακριά. Ξέρετε μπορεί να έχω αναλάβει την Κηδεμονία μετά το διαζύγιό μας, αλλά τις Γιορτές, η Μάργκαρετ παίρνει τον Ισαάκ για λίγες μέρες.
Η πόρτα της σοφίτας έκλεισε ανεπαίσθητα. Το βλέμμα του Αβραάμ συναντήθηκε με του Ισαάκ και μετά όλα έσβησαν.
Τα όσα ακολούθησαν ήταν αποσπάσματα από γκανγκστερική ταινία. Ούτε ο ίδιος κατάλαβε γιατί να πει αυτό το ανόητο ψέμα, γιατί να εκτεθεί τόσο σε αγνώστους, γιατί να μην είναι πιο καχύποπτος και να μην εγκαταλείψει για πάντα την χώρα του, μαζί με το παιδί. Πάντως βρέθηκε γρονθοκοπημένος, δεμένος και φιμωμένος σε μια καρέκλα του σπιτιού, όταν ο ένας από τους τρεις γορίλες που χτένισε το σπίτι, κατέβηκε και από την σοφίτα λέγοντας:
- Πουθενά σε αυτό το γαμημένο κουκλόσπιτο δεν υπάρχει παιδί. Τι κάνουμε;
Η γυναίκα που ήταν πιο σοφή από τους άντρες είπε:
- Μάλλον θα πρέπει να ελεγχθούν καλύτερα οι πληροφορίες, ωστόσο μην διανοηθείτε να του πειράξετε ούτε τρίχα. Κανείς δεν μας είδε να μπαίνουμε, κανείς δεν θα μας δει να βγαίνουμε και ένας ακόμη νεκρός μάλλον θα δυσκολέψει τα πράγματα. Λύστε τον και αφήστε τον να κυλήσει στο πάτωμα. Όταν συνέλθει, μόνο λίγοι μώλωπες θα μαρτυρούν πως το κακό όνειρο που είδε, ήταν λίγο παραπάνω αληθινό από όσο συνηθίζεται.
Έτσι έγιναν τα πράγματα και ο Αβραάμ συνήλθε όντως λίγες ώρες μετά σε ένα αναστατωμένο σπίτι. Ανέβηκε με άσχημο πονοκέφαλο στην σοφίτα νοιώθοντας πως αυτό που θα αντίκριζε θα ήταν πολύ κακό. Αντίθετα όμως, ο Ισαάκ κοιμόταν σαν αγγελούδι στο κρεβάτι του. Το δωμάτιο του μικρού ήταν αναστατωμένο, αλλά πάντα ένα δωμάτιο τρίχρονου παιδιού είναι κάπως έτσι.

3. Τις επόμενες μέρες ο Αβραάμ κι ο Ισαάκ δεν βγήκαν από το σπίτι. Το χιόνι που ακολούθησε εκείνη την νύχτα ήταν τόσο πολύ λες κι ο ουρανός πάνω από την Ισλανδία είχε πραγματικά βαλθεί να κουκουλώσει τα πάντα. Χιόνισε τόσο που σχεδόν ερήμωσε η μικρή στολισμένη χριστουγεννιάτικα πόλη και ψυχή δεν έβλεπες στους δρόμους. Η τροφοδοσία σε κάθε νοικοκυριό έγινε την πρώτη μέρα και τα δύο αγόρια στο σπιτάκι αντίστοιχα είχανε φροντίσει για τα πάντα. Επίσης διπλοκλειδαριές τοποθετήθηκαν άμεσα παντού. Ο Αβραάμ την Παραμονή μόνο των Χριστουγέννων μπόρεσε να κοιτάξει τον Ισαάκ στα μάτια και το βράδυ μετά το εορταστικό δείπνο να τον ρωτήσει.
- Θα μου πεις τώρα που κρύφτηκες;
Του έκλεισε το μάτι και το πρησμένο του φρύδι τον έκανε κάπως μελοδραματικό. Ο μικρός Ισαάκ χωρίς κουβέντα πήρε τον Αβραάμ από το χέρι. Ανεβήκανε στην σοφίτα, ο μικρός πλησίασε το παράθυρο και έδειξε στον νέο του πατέρα τον ουρανό.
Το βράδυ κοιμηθήκανε αγκαλίτσα γιατί ο Αβραάμ ήτανε κάπως ταραγμένος κι αμήχανος και από την άλλη δεν ήθελε να αποχωριστεί τον τρυφερό του νέο γιο. Σαν συνονθύλευμα ήρθε στο όνειρό του ότι είχε ως τώρα συμβεί. Το μικρό παιδί μέσα στο καζίνο του Ρέυκιαβικ να κοιμάται σε ένα βελούδινο καταπράσινο καναπεδάκι, μια γυναίκα με κόκκινη εσάρπα που μπροστά στα μάτια του ετοιμαζόταν να πουλήσει αυτό το αγοράκι στην κυρία με την γούνα που τον επισκέφτηκε τις προάλλες, η επιταγή με το ποσό της αγοράς, η ρουλέτα που γύριζε σαν τρελή, τα πρωτοπαλλήκαρα της κυρίας ντυμένα λαγουδάκια, ο Σβεν ο εραστής του, που είχε μεσολαβήσει γι αυτήν την αγοραπωλησία με μάτια κατακόκκινα από το ρούμι και λίγο αίμα να κυλάει από τα χείλη του, πιο όμορφος από ποτέ, οι γραμμές της κοκαΐνης σε ένα ασημένιο πιάτο με το οποίο ο Άγιος Βασίλης του Καζίνου κερνούσε τους θαμώνες. Όταν τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν ο Άγιος παρότρυνε με ένα νεύμα να αρπάξει το παιδί και να εξαφανιστεί, την ώρα που όλοι ήταν απασχολημένοι με την αγοραπωλησία. Το πρόσωπο του Άη Βασίλη το ξαναείδε και πιο μετά, πλάι στο αυτοκίνητο του Αβραάμ παρκαρισμένο έξω από τον Σταθμό των τραίνων. Η αποβάθρα του σταθμού γεμάτη κόσμο που θα ταξίδευε για τις γιορτές. Εκείνος κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του τον Ισαάκ κι ο ηλικιωμένος με την λευκή γενειάδα του είπε: "Έχεις το δικαίωμα να θυσιάσεις τον Αβραάμ για να σώσεις τον Ισαάκ, αλλά αυτό δεν είναι υποχρέωση. Θα γίνει μόνο, αφού το κάνεις. Εμένα κάποτε ο Ουρανός με βοήθησε, θα βοηθήσει κι εσένα." Την ώρα που πλησίαζαν αγριεμένα τα υπερφυσικά λαγουδάκια απειλητικά προς το μέρος τους, ο Αβραάμ έκρυψε μέσα στην αγκαλιά του τον Ισαάκ και κοίταξε ψηλά. Στον ουρανό πετούσε ένα μπαλόνι τόσο κόκκινο, όσο και η εσάρπα της γυναίκας που πριν λίγο θα πουλούσε το παιδί, με την μεσολάβηση του Σβεν. Ο Άγιος έβγαλε την κόκκινη στολή του μπροστά στα έκπληκτα λαγουδάκια και έμεινε γυμνός. Σαστίσανε. Το τραίνο ξεκίνησε και μέσα σε αυτό ο Αβραάμ με τον κοιμισμένο Ισαάκ στην αγκαλιά του. Όλα απομακρύνθηκαν πια από τα μάτια του και χάθηκαν στον βραδινό ορίζοντα. Ίσως και να ήταν η πρώτη φορά που ο μικρός έμπαινε σε τραίνο. Όταν άνοιξε τα μάτια του κι αντίκρισε τον νέο του πατέρα χαμογέλασε:
"Τελικά πήραμε το τραίνο;" τον ρώτησε. Η νύχτα ήταν τόσο άσπρη, ίσως γιατί ο Ουρανός πάνω από την Ισλανδία δεν νυχτώνει πραγματικά ποτέ. Πρωί έφτασαν στην μικρή πόλη, αλλά κάπου εδώ η ιστορία έρχεται εκεί που ξεκίνησε. Και τα υπόλοιπα τα ξέρετε ε; Μην τα ξαναλέμε.

4. Σήμερα το πρωί, ο Αβραάμ κι εγώ ευχηθήκαμε ο ένας στον άλλον «Καλά Χριστούγεννα». Σε λίγο καιρό δεν θα μένω πια με τον μπαμπά μου. Θα σπουδάζω Λογοτεχνία στο Παρίσι. Ο μπαμπάς λέει πως μάλλον είναι άχρηστες αυτές οι σπουδές. Εγώ όταν μιλάει κοιτάζω ψηλά. Και τον αφήνω να τελειώσει. Καταλαβαίνω πως για τον μπαμπά μου έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία η πραγματικότητα από τις επινοημένες ιστορίες. Αλλά έχω σκοπό σε λίγο να του διαβάσω το πρώτο μου διήγημα: «Ο ουρανός πάνω από την Ισλανδία». Νομίζω τελικά να τον πείσω πως έχω δίκιο.

Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2019

Η πόρτα.



Να έχεις τίποτα άλλο παρά μόνο την πόρτα! Και να αρκεί αυτό για να είσαι νοικοκύρης.
Και να φωτογραφίζεσαι σαν νοικοκύρης. Ο νεαρός την έστησε όρθια την πόρτα του και περιμένει να έρθει και το σπίτι.
Είναι βέβαιος, το διαβάζω στα μάτια του και στην κορμοστασιά του!
Στη ζωή μου εγώ πάλι πολλές φορές είχα το σπίτι μεν, αλλά χωρίς την πόρτα, χωρίς την πίστη και τη διέξοδο.
Συχνά είχα πολλά, και περισσότερα από όσα χρειαζόμουν ακόμα, χωρίς να το γνωρίζω, ψάχνοντας στη ζωή μου τα κενά, και κρατώντας μόνο αυτά σαν σημαντικά…
Συνειδητοποιώ πόσο τελικά η ζωή είναι ένα ταξίδι δημιουργίας, όπου από αυτό που σου λείπει αναδύεται ίσως ένα από τα υπέρτατα δώρα της… το κουράγιο.

Σήμερα είναι μια τέλεια μέρα που με οδηγεί να αναζητήσω στα κενά της ζωής μου, να ψάξω αυτά που δεν έμαθα ακόμα!

Από την Ακαδημία Παιδικής Ηλικίας


Τα δυο δάκρυα...

  Από τη γη δύο δάκρυα, θερμά μαργαριτάρια ανέβηκαν  και στάλαξαν στου Πλάστη τα ποδάρια.
 Κι’ είπε το πρώτο τρέμοντας στο Θείο Θρόνο
 Εμένα...