Τετάρτη 28 Αυγούστου 2019

Τα κόκκινα δέντρα.






Τα Κόκκινα Δέντρα τα είδα δεύτερη φορά σε μια φωτογραφία κι είπα "Φωτομοντάζ". Δεν ήμουν και πολύ καλά. Μετά ταξίδεψα μέχρι την Αφρική για να τα ξαναδώ. Χριστούγεννα ήταν και Καλοκαίρι, τούμπα όλα, ένας κόσμος ανάποδα κι εκεί που περπατούσα νάτα ζωντανά αυτήν την - τρίτη - φορά... Και το Φωτομοντάζ το έκανε με αναίδεια η φύση εκεί μπροστά μου και στα καλά καθούμενα. Είπα μέσα μου: Να ένας λόγος να ζήσω, τα Κόκκινα Δέντρα.

Εκείνη την εποχή μια Ευχή Θανάτου με σημάδευε.
Δεν έβρισκα νόημα.
Όσο κι αν μ' αγαπούσαν, εγώ ζητιάνευα αγάπη. Και δεν δεχόμουνα την τρέχουσα προσφορά, όχι γιατί δεν μπορούσα να την αναγνωρίσω, ούτε γιατί δεν μου έφτανε. Αλλά γιατί γούσταρα να περιφρονώ. Η Περιφρόνηση είναι μια επίκτητη ιδιότητα που την φοράει ο άνθρωπος όταν θυμώνει, όταν φοβάται κι όταν λυπάται. Εγώ είχα κι απ' τα τρία.
Πρώτα απ' όλα ήμουν πολύ χοντρή. Μια ανικανοποίητη χοντρή γυναίκα που είχε ξεχάσει μέσα στην δυσμορφία της το αληθινό της σώμα. Το στόμα μου είχε γίνει ένα ξερό πηγάδι που κατάπινε τα πάντα. Κι αυτό με έκανε απλά δυστυχισμένη. Είχα σχεδόν εξαρτηθεί από την δυστυχία. Έπινα κιόλας. Ασταμάτητα.
Μετά ήμουν μεγάλη πια, πενηντάρα κι ως εκ τούτου πραγματικά αβέβαιη για το αν θα μπορούσα να γίνω καλά. Άσε που δεν είχα και καμιά βεβαιότητα πως ήμουν χάλια. Ε και; έλεγα. Η πρώτη είμαι η τελευταία που έχει φορτώσει χρόνια και κιλά; Άλλά όσο κι αν εξηγούσα με ανορθόδοξο τρόπο το παρόν μου τίποτα δεν μου χάριζε την χαρά της ασφάλειας, της προστασίας, της φροντίδας. Αμφισβητούσα όχι μόνο κάθε πιθανότητα να αρέσω στους άλλους, αλλά και την δυνατότητα να γεράσω καλά. Η φυσική φθορά με παρέλυε. Κατάρα είναι ο φόβος..
Τέλος πέρα από Λύπη και Φόβο είχα και οξύ, διαρκή και ανεξέλεγκτο θυμό. Το χειρότερο δεν ήταν ο θυμός αλλά η συγκάλυψή του. Φόβος και Λύπη συγκάλυπταν τον Θυμό και του άφηναν ελεύθερο τον δρόμο να κοκκινίζει τα πάντα στο διάβα του. Κοινώς το τρίτο κακό της μοίρας μου ήταν οι μύγες. Ναι οι μύγες που με μεταμόρφωναν μιαν αδίστακτη, μανιακή σίριαλ κίλερ! Μπορούσα με αληθινή ευχαρίστηση να τις σκοτώνω όταν παγιδεύονταν στα τζάμια. Εκεί έβρισκα την ανακούφιση να στερώ την ζωή από τον εαυτό της. Ένα μικρό άκακο πλασματάκι, έντρομο έντομο, με φτερά και βόμβο, που αγαπούσε τον άνθρωπο, δεν τον φοβόταν και καθόταν πάνω του, μόλις συναντούσε την παγωμένη λεία επιφάνεια του τζαμιού, πέθαινε. Από τα δικά μου χέρια. Είχα σκοτώσει έτσι την μάνα μου, τους συγγενείς μου όλους έναν προς έναν ονομαστικά, τους φίλους μου, τους εραστές μου, τους συναδέλφους μου στις δουλειές και μέρος από το ανώνυμο πολύ αγαπητό αγοραστικό μου κοινό, συλλέκτες και φιλότεχνους, πελάτες μου για μιαν ολόκληρη ζωή.

Αυτή λοιπόν η χοντρή, κοκκινομάλα σχεδόν, μισή Αγγλίδα, μισή Βελγίδα με καταγωγή από τα Ελληνοτουρκικά σύνορα, ζωγράφος αναγνωρισμένη και αλκοολική πενηντάρα περπατούσε παρέα με άλλους ανάπηρους όπως εκείνη, σε ένα αφρικάνικο προάστιο του Πλάτεμπεργκ Μπέι μια ηλιόλουστη χριστουγεννιατικη καλοκαιρινή μέρα του Γενάρη και φωτογράφιζε, λες κι ήταν εκεί για τουρισμό, την φύση γύρω της. Ούτε που είχε ποτέ διανοηθεί αυτό που θα της συνέβαινε σε λίγο. Πηγαινε αμέριμνη, όσο αμέρμνο μπορεί να είναι ένα δυστυχισμένο πλάσμα, εξαρτημένο από την τροφή του και από το αλκοόλ, ανύποπτη και καμαρωτή. Στο τζάμι του θαλάμου της λίγες ώρες πριν είχε σκοτώσει τον Τζεφ, τον Χαμφρεϋ, την Ροζμαρι και την Μπεκς. Όλοι σχεδόν συνάδελφοι από την Εικαστική Ακαδημία στις Βρυξέλλες. Μετά από μια τέτοια ομαδική δολοφονία, είχε πάρει πρωινό μούσλι με σταφίδες, είχε πλύνει το γερασμένο της πρόσωπο με σαπούνι αφρικάνικο, είχε προσευχηθεί σε έναν Θεό που δεν καταλάβαινε, και προφανώς ούτε Εκείνος εκείνην. Τα χάπια της - δεν ήταν λίγα - τα είχε καταπιεί με την μία πριν τους φόνους. Και ο πρωινός περίπατος είχε αρχίσει. Θα ακολουθούσε επιστροφή στο Ίδρυμα, ομαδική ψυχοθεραπεία, ατομικό ουάν του ουάν με τον θεραπευτή της, μεσημεριανό φαγητό, γιόγκα (μια κόλαση για ένα παχύσαρκο ον) και πιο αργά η μέρα θα έκλεινε με επίσκεψη στα κεντρικά της Ομάδας των Α/Α (Ανώνυμων Αλκοολικών), όπου θα περνούσαν ένα βαρετό αγαπησιάρικο βράδυ, γεμάτο εξομολογήσεις και μοιράσματα, από τις εμπειρίες που είχε ο καθένας σχετικά με την εθιστική του συμπεριφορά. Στο καθημερινό της ημερολόγιο θα έγραφε το βράδυ μιας τέτοιας μέρας: "Νομίζω πάω καλύτερα και μαθαίνω να αγαπάω τον εαυτό μου". Αλητείες δηλαδή.

Ήθελα σαν τρελή, μόλις τα είδα, να κόψω δυο - τρία κλαδιά, να τα πάω στο ριχάμπ, να στολίσω το τραπέζι των λυγμών όπως το λέγαμε που καθόμασταν όλοι μαζί οι ανάπηροι τα απογεύματα και φλυαρούσαμε. Ο Τιμ και η Χένι, μου είπαν πως αυτά τα δέντρα έχουν πολύ γερά κλαδιά και δεν κόβονται εύκολα. Θέλουν τουλάχιστον μαχαίρι, αν όχι κλαδευτήρι. Επίσης πως αν κοπούν αυτά τα κλαδιά όσο νερό και να τους βάλεις στο βάζο μετά από μια μέρα σαπίζουν. Κοινώς δοκίμασαν να με αποθαρρύνουν. Γαντζώθηκα από τα πιο κοντινά σε ανθρώπινο χέρι κλαδιά και τα τράβαγα. Δεν αποσπώνταν από τον κορμό με τίποτα. Ξέχασα στιγμιαία το βάρος μου, την αδιαθεσία μου να κάνω οτιδήποτε που απαιτούσε από εμένα κόπο, την δυσθυμία μου. Έπρεπε να κόψω τα κλαδιά. Εκείνοι προχώρησαν και έμεινε πίσω μια νεαρή σκωτσέζα, βαρώνη στα μέρη της, αλλά εδώ κοινό πρεζάκι σαν εμένα, να με φυλάει ενώ πάλευα να κόψω τα κλαδιά για το βάζο.
Ο περίπατος είχε σχεδόν ολοκληρωθεί και γυρίζαμε πίσω. Λίγα φύλλα στα χέρια μου και λίγα αίματα από τα αγκάθια τους. Δεν είχα καταφέρει να αποσπάσω ένα κανονικό ολόκληρο κλαδί. Τιμωρήθηκα στο Κέντρο που δεν ακολούθησα το Πρόγραμμα Καθημερινού Περιπάτου, κάνοντας του κεφαλιού μου. Τα φυλλαράκια στόλισαν το κομοδίνο μου σε ένα ποτήρι με νερό μέσα, που ως το άλλο πρωί είχε κοκκινίσει σαν βυσσινάδα ή ακόμη και σαν αίμα αραιωμένο. Την τρίτη μέρα έχυσα το νερό στην τουαλέτα. Σε κάθε περίπατο από τότε τα έβλεπα από μακριά να ανθίζουν κατακόκκινα μέσα στην πράσινη υπόλοιπη φύση. Τα μίσησα. Αυτά τα κλαδιά μου είχαν αντισταθεί. Με είχαν πληγώσει. Έγιναν αιτία να τιμωρηθώ. Μετά σάπισαν.
Τα κόκκινα δέντρα έμεναν όρθια, ασάλευτα εκεί στον δρόμο πριν την μεγάλη στροφή να με κοροιδεύουν για μήνες. Μέχρι την ώρα που είκοσι κιλά πιο ελαφριά, καθαρή από αλκοόλ και λίγο πιο συγκρατημένη έμπαινα σε ένα ταξί που θα με οδηγούσε στο αεροδρόμιο του Κέιπ Τάουν. Είχε παρέλθει ο χρόνος της θεραπείας μου με εμφανή αποτελέσματα αλλά με ασαφή εξέλιξη της κανονικότητάς μου από εκεί και μετά.

Μέσα στο ταξί στο τζάμι είχε παγιδευτεί μια μύγα. Με το πίσω μέρος της παλάμης μου της έδωσα μια αλλά γλύτωσε κι έφυγε έξω από το ανοιχτό παράθυρο του αφρικανού οδηγού. Τότε τα κοκκινα δέντρα ξαναφάνηκαν στον δρόμο. Αλλά είχε μπει το Αφρικάνικο Φθινόπωρο που είναι Άνοιξη για την δική μου πατρίδα. ίχνος σχεδόν δεν είχε μείνει από τα φύλλα πάνω στα κλαδιά τους. Ήταν όλα πεσμένα το χώμα. Ένα κόκκινο χαλί κει κάτω στις ρίζες, κι εγώ να φεύγω να μην μπορώ να σταματήσω, να μαζέψω το κόκκινο από το χώμα, να μην μπορώ να στολίσω κανένα λυγμό πια πάνω σε φλύαρο τραπέζι για ανάπηρους συνδαιτημόνες.
- Μπορείτε να κάνετε μια στάση; ρώτησα τον οδηγό.
- Απαγορεύεται, μου απάντησε, έχω εντολή να σας αφήσω στο αεροδρόμιο.
- Ξέρετε, του είπα, μήνες ολόκληρους θέλω ένα κλαδί από εκείνο κει το δέντρο. Τώρα που τα κλαδιά έχουν πέσει θα ήταν εύκολο να πάρω ένα μικρό κλαδάκι μαζί μου στην πατρίδα μου.
- Μα ώσπου να φτάσετε θα έχει μαραθεί, μου είπε.
- Δεν πειράζει, του απάντησα.
Με κοιταξε δύο φορές από το καθρεφτάκι διερευνητικά. Μετά έκανε δεξιά και σταμάτησε.
- Θα σας συνοδεύσω ως εκεί μου είπε. Δεν μπορώ να σας αφήσω μόνη.
Φτάσαμε μπροστά στα πεσμένα κλαδιά μαζί.
Και τότε, μόνο τότε θυμήθηκα την πρώτη φορά που ένα κοκκινο δέντρο μπήκε στην ζωή μου για να την αλλάξει για πάντα. Ήμουν επτά χρονών. Είχα πάρει τους μαρκαδόρους μου και ζωγράφιζα σε ένα μεγάλο μπλοκ. Να εδώ ένα βουνό. Μπλε. Να εδώ μια κοιλάδα. Κίτρινη. Να εδώ ένα σπιτάκι. Καφέ.
- Και δέντρα; με ρώτησε η μαμά. Δεν έχει δέντρα;
Έψαξα τον πράσινο μαρκαδόρο αλλά είχε τελειώσει.
- Θα κάνω δέντρα μαμά της είπα. Αλλά θα τα κάνω κόκκινα. Μου τελείωσε το πράσινο.
Και τα έκανα. Μόνη μου έφτιαξα τα πρώτα μου δέντρα κόκκινα. Δική μου ήταν η ευθύνη αυτής της απόφασης κι όχι δκή της. Εγώ γέμισα την ζωή μου με την σημασία τους.
Εγώ θα την αδειάσω, άμα χρειαστεί.
Προς το παρόν δεν έχει υπάρξει λόγος.

Δεν πήρα μαζί μου κανένα από τα πεσμένα κλαδιά. Δεν παγίδεψα καμιά μύγα σε τζάμι πια. Σταμάτησα να περιφρονώ το σώμα μου και δεν έχω πιει ούτε μια σταγόνα αλκοόλ από τότε. Ζω στο Παρίσι τους τελευταίους μήνες. Είμαι 88 χρονών κι ένας καρκίνος των οστών έχει παραλύσει τα πάνω άκρα μου. Αυτό με υποχρεώνει να ζωγραφίζω με το στόμα. Και όμως ζωγραφίζω περισσότερο από παλιά. Η τελευταία μου δουλειά είναι μια σειρά από Κόκκινα Δέντρα. Αύριο είναι η πρώτη μέρα μιας έκθεσης με αυτά τα έργα. Σε μια φθινοπωρινή γκαλερί που τα φιλοξενεί. Τα θυμήθηκα όλα αυτά απόψε γιατί είμαι ευγνώμων που είμαι ακόμη ζωντανή.
Όταν πεθάνω, φαντάζομαι σύντομα, έχω ζητήσει να φυτέψουν εκεί που θα με θάψουν ένα Κόκκινο δέντρο.
Να χάνει φύλλα και κλαδιά κάθε Φθινόπωρο.
Να φουντώνει πάλι κάθε Άνοιξη.
Να με συνεχίζει.
Όπως τώρα.

Κι αν δεν περιφρονηθεί αυτή η τελευταία μου επιθυμία θα ζωγραφίζω νομίζω και μετά θάνατον.



Illustrator: Antoine Josse - Mon automne daltonien 2014

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2019

Τα χέρια .



Κοιτάζει τα χέρια της. Πώς έγιναν έτσι; Πού βρέθηκαν τόσες φλέβες, τόσες ελιές και σημάδια, τόσες ρυτίδες στα χέρια της;
Εβδομήντα χρόνια τα κουβαλάει μαζί της και ποτέ δεν γύρισε να τα κοιτάξει. Ούτε τότε που ήταν χλωρά, ούτε που μέστωσαν, ούτε που μαράθηκαν, ώσπου ξεράθηκαν.

Όλα αυτά τα χρόνια η έγνοια της ήταν αλλού, όχι στα χέρια της: μην κοπεί, μην καεί, μην τρυπηθεί, μην το παρακάνει το βράδυ με τον άντρα της –όποτε τύχαινε, μια στις τόσες– κι ακούσει πάλι τα λόγια του, καρφί στην καρδιά της “πού τα ‘μαθες αυτά μω γυναίκα;”
Κοιτάζει τα χέρια της σαν να τα βλέπει πρώτη φορά. Ξένα της φαίνονται, καθώς κάθονται άνεργα πάνω στη μαύρη ποδιά της, σαν προσφυγάκια. Έτσι της έρχεται να τα χαϊδέψει.

Και τι δεν τράβηξαν αυτά τα χεράκια, στα κρύα και στα λιοπύρια, στη φωτιά, στα νερά, στα χώματα, στα κάτουρα και στα σκατά. Πέντε χρόνια κατάκοιτη η πεθερά της, αλύχτησε ώσπου να της βγει η ψυχή.

Κοιτάζει πάλι τα χέρια της. Τι θα τα κάνει; Να τα κρύψει κάτω από την ποδιά της να μην τα βλέπει, να τα χώσει στην περούκα της διπλανής, που κοιμάται με το κεφάλι γουλί, να τα βάλει στις μάλλινες κάλτσες που της έφερε ο γιος της μόλις του ‘πε ότι κρυώνει εδώ στο γηροκομείο που την έριξε η μοίρα της; Τόσα χρόνια δεν γύρισε να τα κοιτάξει και τώρα δεν μπορεί να πάρει τα μάτια της από πάνω τους. Κι όταν δεν τα κοιτάει ή κάνει πως δεν τα κοιτάει, την κοιτάνε αυτά.

imageΆνεργα χέρια, τι περιμένεις, αφού δεν έχουν δουλειά κάθονται και κοιτάνε. Δεν είναι που κοιτάνε, άσ’ τα να κοιτάνε, είναι που κοιτάνε σαν να θέλουνε κάτι. Ξέρει τι θέλουν: να τα χαϊδέψει.
Δεν θα τους κάνει τη χάρη. Ντρέπεται, γριά γυναίκα, να χαϊδεύεται στα καλά καθούμενα.
Τα κοιτάζει κλεφτά και βλέπει μια σκουριά από καφέ στο δεξί. Σηκώνεται και πάει στο μπάνιο, πιάνει το μοσχοσάπουνο και πλένει τα χέρια της. Τα πλένει, τα ξαναπλένει, δεν λέει ν’ αφήσει το σαπούνι, της αρέσει έτσι που γλιστρούν απαλά, το ένα μέσα στο άλλο, “κοίτα”, λέει, “που μ’ έβαλαν να τα χαϊδέψω θέλοντας και μη, τα σκασμένα” και γελάει από μέσα της που δεν την κοιτάνε τώρα όπως πριν, χαμένα μέσα στους αφρούς και τα χάδια, σαν να ‘χουν κλείσει τα μάτια, μην τους πάει σαπούνι και τα πάρουν τα δάκρυα.

. . . . .
Μιχάλης Γκανάς.
Από το βιβλίο «Γυναικών-μικρές και πολύ μικρές ιστορίες» 
εκδόσεις Μελάνι.

Το Ελληνόπουλο.

  «Το Ελληνόπουλο» γράφτηκε από τον Βίκτωρ Ουγκώ το 1828 και αναφέρεται στην καταστροφή της Χίου από τους Οθωμανούς Τούρκους στις 30 Μαρτίου...