Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2020

Αλλοδαπός.

 


Αυτό το βράδυ έβρεχε παντού.

Ένα κουδούνισμα διέκοψε τη νύχτα

Φαντάστηκα το αποψινό

άλλοθι της αχάριστης, ποτέ

το μουσκεμένο φάντασμα του ξένου.

''Κύριε''

ψιθύρισε με χάρτινη φωνή

''καιρός που έχω βγει στην ανεργία.

Μπορώ να κάνω όλες τις δουλειές.

Χτισίματα, πατώματα, μονώσεις.''

Κούνησα το κεφάλι στωικά

με το γνωστό συννεφιασμένο ύφος

που συνιστά απόρριψη

μετά πολλών επαίνων. 

Άφησε ένα χαρτί τσαλακωμένο

χαιρέτησε και χάθηκε στη μπόρα.

Έριξα ένα βλέμμα στο σημείωμα.

πριν το πετάξω στο καλάθι των αχρήστων

Καλά κατάλαβα πως είναι αλλοδαπός.

Ακούς Χριστός

αντί για Χρήστος ο καημένος...

Χάρης Μελιτάς

Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2020

Να είστε ευγενικοί!'



''Την ημέρα που πέθανε ο πατέρας μου, πήγα  στο παντοπωλείο και  αγόρασα μπανάνες.

Θυμάμαι να σκέφτομαι μέσα  μου , "Είναι παράλογο. Ο μπαμπάς σου μόλις πέθανε. Γιατί, λοιπόν, αγοράζεις μπανάνες;''

Χρειαζόμασταν όμως μπανάνες. Θα ξυπνούσαμε την επομένη και θα θέλαμε πρωινό   και δεν θα υπήρχαν μπανάνες στο τραπέζι - έτσι πήγα για ψώνια .

Και πολλά άλλα πράγματα χρειάζονταν ακόμα να γίνουν  , έτσι τις επόμενες μέρες θα έψαχνα θέσεις  παρκινγκ, θα  περίμενα σε κάποια ουρά εστιατορίου  και θα καθόμουν  σε παγκάκια κάποιου πάρκου . Συγκρατώντας  τα δάκρυα μου , αγωνιζόμενος  να παραμείνω  όρθιος , και γενικά σε μια προσπάθεια να μην αφεθώ ανά πάσα στιγμή  να κάνω ένα ξέσπασμα  και να κλάψω γοερά.

Ήθελα να έχω μια ταμπέλα πάνω μου, να λέει  : Μόλις έχασα τον μπαμπά μου .Σας παρακαλώ να είστε ευγενικοί και προσεκτικοί, μαζί μου .

Εκτός και εάν κάποιος περνούσε δίπλα μου ,κοιτάζοντας με βαθιά στα μάτια  ή παρατηρούσε  το περιστασιακό κόμπιασμα  στη φωνή μου και ύστερα από αρκετή σκέψη με ρωτούσε , μόνο τότε θα ήξερε τι συμβαίνει μέσα μου ή γύρω μου. Δεν θα είχαν ιδέα για τη ''τρύπα '' που μόλις άνοιξε και ΄΄κατάπιε΄΄ την κανονική ζωή( όπως την ήξερε μέχρι πρότινος ),του ατόμου δίπλα τους .

Κι ενώ δεν ήθελα να έχω πάνω μου  μια  φωτεινή ταμπέλα που να λέει  όσα βιώνω και ζω , πιθανότατα αυτό θα είχε κάνει τους ανθρώπους γύρω μου να μου δώσουν χώρο ή να μιλάνε  πιο ήπια ή να κινούνται στο χώρο  πιο προσεκτικά - και θα μπορούσε να έχει κάνει το ανυπόφορο , σχεδόν ανεκτό.

Όλοι γύρω σας: τα άτομα στην ουρά στο μπακάλικο , τα άτομα με το οποία έχετε κολλήσει στην κίνηση , τα άτομα που κάθονται δίπλα σας στη δουλειά  , τα άτομα που συνομιλείτε  στα κοινωνικά δίκτυα  ακόμα και τα άτομα γύρω από το  τραπέζι της κουζίνας σας  - όλοι βιώνουν τις παράπλευρες απώλειες και δυσκολίες   της ζωής. Όλοι θρηνούν κάποιον, τους λείπει κάποιος , ανησυχούν για κάποιον. Οι γάμοι τους καταρρέουν ή η δόση του δανείου τους καθυστερεί να πληρωθεί ή περιμένουν τα αποτελέσματα των διαγωνισμάτων του παιδιού τους ή ψωνίζουν  μπανάνες πέντε χρόνια μετά από ένα θάνατο και εξακολουθούν να συγκρατούν  με το ζόρι τα δάκρυα τους  επειδή βιώνουν την απώλεια με την ίδια ένταση όπως την πρώτη μέρα.

Κάθε άνθρωπος που προσπερνάτε μάχεται να βρει την  ειρήνη μέσα του και να απομακρύνει τον φόβο. Να κάνει τις καθημερινές του δουλειές χωρίς να ξεσπάσει  μπροστά στον πάγκο με τις  μπανάνες ή στη ουρά του πλυντηρίου αυτοκινήτων ή στην ουρά στο  ταχυδρομείο.

Ίσως δεν πενθούν το ξαφνικό, τραγικό θάνατο ενός γονέα. Τραυματισμένοι , εξαντλημένοι άνθρωποι  από τον πόνο βρίσκονται , παντού. Καθημερινά σκοντάφτουμε πάνω τους  - και όμως τις περισσότερες φορές δεν τους  αντιλαμβανόμαστε καν:

Γονείς των οποίων τα παιδιά είναι  άρρωστα, σε τελικό στάδιο .

Ζευγάρια εν μέσω διαζυγίου.

Άνθρωποι που θρηνούν την απώλεια αγαπημένων ή και  σχέσεων .

Παιδιά που εκφοβίζονται στο σχολείο.

Έφηβοι που θέλουν να τερματίσουν τη ζωή τους.

Άνθρωποι που θρηνούν την επέτειο θανάτου ενός  αγαπημένου .

Γονείς που ανησυχούν για την εφηβεία των παιδιών τους .

Σύζυγοι των οποίων οι σύντροφοι τους βρίσκονται  στον πόλεμο .

Οικογένειες που δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα οικονομικά .

Μονογονείς  με λίγη βοήθεια και πολλή  έλλειψη ύπνο.

Όλοι θρηνούν και ανησυχούν και φοβούνται, και όμως κανένας από αυτούς δεν ΄΄φοράει  ΄΄ τα σημάδια. Κανένας από αυτούς δεν έχει μια φωτεινή ταμπέλα  και κανένας από αυτούς δεν έρχεται με γραπτή προειδοποίηση που να αναγράφει :

ΔΥΣΚΟΛΕΥΟΜΑΙ . ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ ΜΑΖΙ ΜΟΥ

Και επειδή δεν το κάνουν , εξαρτάται από εσάς και από εμένα να κοιτάξουμε πιο  βαθιά στους γύρω μας: στη δουλειά ,στο βενζινάδικο ή στο τμήμα παραγωγής  και να μην υποθέσουμε ποτέ ότι δεν κρέμονται όλοι από μια κλωστή . Επειδή οι περισσότεροι άνθρωποι κρέμονται από μια κλωστή, και η  καλοσύνη μας μπορεί να είναι  η κλωστή .

Πρέπει να υπενθυμίσουμε στον εαυτό μας πόσο σκληρές είναι οι κρυφές ιστορίες των γύρω μας και να προσεγγίσουμε κάθε άνθρωπο ως ένα ευαίσθητο, εύθραυστο, ανεκτίμητο θησαυρό - και να τον  αντιμετωπίσουμε με προσοχή .

Όπως βαδίζετε ανάμεσα  στον κόσμο σήμερα, οι άνθρωποι δεν θα φοράνε ταμπέλες   που  να ανακοινώνουν το  πένθος τους ή  να σας ενημερώνουν για την απώλεια τους ή να σας αναφέρουν ότι είναι τρομοκρατημένοι , αλλά αν κοιτάξετε με τα σωστά μάτια, θα δείτε το σημάδια.

Υπάρχουν θλιμμένοι άνθρωποι γύρω σας .

Άνθρωποι που πενθούν .

Να είστε  ευγενικοί!


John Pavlovitz


Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2020

Υπέροχη ιδέα!


 


Στον Καναδά εφαρμόστηκε μια λαμπρή ιδέα
  - ενσωμάτωσαν τα γηροκομεία με τα  ορφανοτροφεία. 
Το αποτέλεσμα ξεπέρασε όλες τις προσδοκίες!
Οι ηλικιωμένοι βρήκαν εγγόνια, τα ορφανά για πρώτη φορά ένιωσαν τι
 είναι γονική αγάπη και φροντίδα. 
Οι γιατροί σημείωσαν βελτίωση σε όλες
 τις ζωτικές λειτουργίες των ηλικιωμένων και έντονο ενδιαφέρον για τη ζωή.
Πριν από την άφιξη των παιδιών από το ορφανοτροφείο, οι ηλικιωμένοι μοιάζανε
 περισσότερο με μούμιες με θαμπά μάτια. Κάποιοι βρήκαν 
μια οικογένεια που δεν είχαν ποτέ, 
άλλοι ένιωσαν ξανά τη ζεστασιά του σπιτιού τους γεμάτη με εγγόνια.
  Μια εξαιρετική λύση για έξυπνους ανθρώπους που καταλαβαίνουν
 τι χρειάζονται τα παιδιά από ορφανοτροφεία και οι μοναχικοί ηλικιωμένοι.


Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2020

«Ο ζωγράφος του φθινοπώρου»

 Καθώς η φθινοπωρινή περίοδος έχει ήδη ξεκινήσει, μπορούμε να απολαύσουμε πίνακες του Jasper Cropsey, που συχνά τον αποκαλούν και ως «Ο ζωγράφος του φθινοπώρου» λόγω των απίθανων πολύχρωμων φθινοπωρινών τοπίων του.


Jasper Francis Cropsey (1823-1900) γεννήθηκε στο Στάτεν Άιλαντ της Νέας Υόρκης και ήταν ζωγράφος του καλλιτεχνικού κινήματος του Hudson River School. Στα πρώτα χρόνια της καριέρας του εργάστηκε ως αρχιτέκτονας, ενώ παράλληλα ασχολούταν και με τη ζωγραφική, την οποία αγαπούσε ιδιαίτερα. Στη συνέχεια της ζωής του αποφάσισε να ασχοληθεί επαγγελματικά μόνο με τη ζωγραφική.


Αυτή ήταν η δεκαετία του 1840, όταν η ζωγραφική τοπίου του καλλιτεχνικού κινήματος Hudson River School βρισκόταν στο απόγειο της δημοτικότητάς της. Σύντομα έγινε εξαιρετικά δημοφιλής μαζί με άλλους μεγάλους Αμερικανούς ζωγράφους, όπως ο Thomas Cole και ο Frederick Edwin Church.  Ο Cropsey θα γνωρίσει επίσης και την παρακμή του κινήματος στα τέλη του 19ου αιώνα, μετά τον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο. Τότε, ο ζωγράφος θα επιστρέψει ξανά στην αρχιτεκτονική.


Jasper Francis Cropsey, In the Ramapo Valley, 1881. Private collection.


Jasper Francis Cropsey, Autumn on the River, 1877. Private collection.


                                  Jasper Francis Cropsey, An Autumn Morning, 1890. Private collection.






                                                                                                                Πηγή: culturenow.gr 

Τετάρτη 8 Ιουλίου 2020

Οι αναμνήσεις μας σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες.




Ο γιος ρώτησε τον πατέρα του:
'' Πώς ζούσατε πριν χωρίς πρόσβαση στην τεχνολογία:
χωρίς ίντερνετ
χωρίς υπολογιστές
χωρίς τηλεόραση
χωρίς κλιματισμό
χωρίς κινητά τηλέφωνα; '' Η πιο όμορφη
Ο πατέρας απάντησε:
'' Ακριβώς όπως ζει η γενιά σου σήμερα:
χωρίς προσευχή
χωρίς συμπόνια
χωρίς τιμή
ασεβής
χωρίς ντροπή
χωρίς σεμνότητα
χωρίς να διαβάζω βιβλία.....
Εμείς οι άνθρωποι που γεννήθηκαν μεταξύ 1939 και 1985,
είμαστε ευλογημένοι.
Οι ζωές μας είναι ζωντανή απόδειξη αυτού:
παίζοντας και καβαλώντας ποδήλατα, ποτέ δεν φορέσαμε κράνη.
Δεν φοβόμασταν να πάμε μόνοι στο σχολείο από την πρώτη μέρα.
Μετά το σχολείο διασκεδάσαμε μέχρι τη δύση του ηλιοβασιλέματος.
Δεν βλέπαμε τηλεόραση ούτε μισή μέρα.
Παίξαμε με πραγματικούς φίλους όχι με φίλους
από το Διαδίκτυο.
Αν διψούσαμε ποτέ, πίναμε νερό βρύσης,
όχι από το μπουκάλι.
Δεν αρρωστήσαμε συχνά, αν και μοιραστήκαμε το ίδιο ποτήρι χυμό με τέσσερις φίλους.
Ποτέ δεν πήραμε κιλά, αν και τρώγαμε πολύ ψωμί κάθε μέρα
και πατάτες.
Έχουμε συνηθίσει να φτιάχνουμε τα παιχνίδια μας
και παίζοντας μαζί τους.
Μοιραστήκαμε τα παιχνίδια μας, τα βιβλία μας.
Οι γονείς μας δεν ήταν πλούσιοι Μας έδωσαν την αγάπη τους, μας έμαθαν να εκτιμούμε την πνευματικότητα, μας έδωσαν την έννοια των αληθινών ανθρώπινων αξιών - ειλικρίνεια, πίστη, σεβασμό, σκληρή δουλειά.
Ποτέ δεν είχαμε:
κινητά τηλέφωνα
DVD, PlayStation
Xbox βιντεοπαιχνίδια
laptops, internet chat.

'' Αλλά είχαμε πραγματικούς φίλους!"

Επισκέπτοντας το σπίτι ενός φίλου απρόσκλητοι, μας φιλοξένησε απλό και σεμνό φαγητό.
Οι αναμνήσεις μας ήταν σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες,
αλλά ήταν φωτεινά και πολύχρωμα, απολαύσαμε να περνάμε οικογενειακά άλμπουμ και με σεβασμό αποθηκεύουμε πορτρέτα των προγόνων μας.
Δεν πετάμε βιβλία στα σκουπίδια, σταθήκαμε στην ουρά για αυτά.
Δεν δώσαμε τη ζωή μας στο κοινό και μιλήσαμε για τη ζωή των άλλων με απόλαυση, όπως εσύ - δείχνοντας τη ζωή σου στο Instagram, συζητώντας δημόσια τα οικογενειακά σου μυστικά στα ΜΜΕ.
Είμαστε η μοναδική και πιο κατανοητή γενιά,
γιατί είμαστε η τελευταία γενιά που ακούει τους γονείς της
και η πρώτη γενιά που ακούει τα παιδιά της.
Είμαστε περιορισμένη έκδοση.

Μάθετε από εμάς!


 

Σάββατο 27 Ιουνίου 2020

Ο άνδρας και η γυναίκα.





Ο άνδρας είναι το ποιο εξυψωμένο των πλασμάτων. Η γυναικά είναι το πιο ύψιστο των ιδανικών.

Ο άνδρας είναι ο εγκέφαλος. Η γυναικά είναι η καρδιά.

Ο εγκέφαλος παράγει το φως.

Η καρδιά την αγάπη.

Το φως γονιμοποιεί, η αγάπη ανασταίνει.

Ο άνδρας είναι δυνατός στη λογική. Η γυναίκα είναι ανίκητη με τα δάκρυα.

Η λογική πείθει, τα δάκρυα συγκινούν.

Ο άνδρας είναι ικανός για όλους τους ηρωισμούς. Η γυναίκα για όλα τα μαρτύρια.

Ο ηρωισμός εξευγενίζει. Το μαρτύριο ανυψώνει.

Ο άνδρας είναι ένας κώδικας. Η Γυναίκα είναι Ευαγγέλιο.

Ο κώδικας διορθώνει, το ευαγγέλιο τελειοποιεί.

Ο άνδρας είναι ένας ναός, η γυναίκα είναι το ιερό.

Μπροστά στο ναό αποκαλυπτόμαστε, μπροστά στο ιερό γονατίζουμε.

Ο άνδρας σκέφτεται. Η γυναίκα ονειρεύεται.

Το να σκέφτεσαι είναι να έχεις μια νύμφη στα κρανίο. Το να ονειρεύεσαι είναι να έχεις ένα φωτοστέφανο στο μέτωπο.

Ο άνδρας είναι ένας ωκεανός. Η γυναίκα είναι μια λίμνη.

Ο ωκεανός έχει το μαργαριτάρι που στολίζει. Η λίμνη την ποίηση που θαμπώνει.

Ο άνδρας είναι αετός που πετά. Η γυναίκα είναι το αηδόνι που τραγουδά.

Το να πετάς είναι να κυριαρχείς το διάστημα. Το να τραγουδάς είναι να κατακτάς την ψυχή.

Τελικά ο άνδρας, είναι τοποθετημένος εκεί που τελειώνει η γη.

Η γυναικά εκεί που αρχίζει ο ουρανός….

Τετάρτη 10 Ιουνίου 2020

Το γόνατο.


photo: Dan Lior

Μερικοί δρόμοι δεν είναι της Συγνώμης. Είναι του Μίσους. Με λένε... Όχι δεν θα πω. Γιατί να πω; Ούτε εκείνον ήξερε κανείς πως τον λένε πριν γονατίσει.

Θα μπορούσε να πει κανείς πως ανήκουμε στους τυχερούς ανθρώπους της κατηγορίας μας. Στο Κάνσας από το παράθυρο του εσωτερικού κρεοπωλείου του μπαμπά κοίταζα τον δρόμο. Εμπορικός και με κόσμο. Ήμουν δεν ήμουν δεκαεπτά κι ο μπαμπάς ένα βράδυ είπε: "Όποιος δεν παίρνει τα γράμματα πρέπει να πάρει την ζωή από τα μαλλιά". Δεν διέκρινε ανάμεσα σε γιους και κόρες. Με έχωσε στην δουλειά. Έκοβα τα σφαχτά με τον μπαλτά. Το έμαθα και πρόκοψα. Με μεθούσε καμιά φορά το αίμα. Στο πρώτο αγόρι που γνώρισα το είπα. "Σφάζω". Με σήκωσε στα μακριά του χέρια και με πέταξε στο κρεβάτι. "Εγώ να δεις πως σφάζω" μου φώναξε. Κανείς δεν φανταζόταν πως ένα ισχνό, μαύρο κορίτσι θα μπορούσε να είναι ένα χαρισματικό χασαπάκι.

Μπορεί να γεννήθηκα στην Αμερική αλλά νοιώθω αφρικανή. Αυτό το είπα στον άλλο μου φίλο, ένα πανύψηλο γεροδεμένο άντρα που ήθελε να με πάρει μαζί του στην Μινεάπολις. Είχε έρθει στο κρεοπωλείο πελάτης και με είδε με τον μπαλτά. "Την παντρεύετε;" ρώτησε τον μπαμπά. "Είναι επικίνδυνη" απάντησε εκείνος, "μην την βλέπεις έτσι λιανή...". Δεν τον πίστεψε. Τον λέγανε Τζωρτζ και βγήκαμε έντεκα φορές. Τις μετρούσα γιατί τον ερωτεύτηκα. Αλλά η ζωή τα φέρνει αλλιώς. Πριν είκοσι τόσα χρόνια έριξα μαύρη πέτρα στην νόθα πατρίδα και πέταξα για το Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας. Εκεί που γεννήθηκε ο μπαμπάς πριν μεταναστεύσει. Με παντρεύτηκε τελικά ένας καλοκάγαθος τύπος που δεν αγάπησα ποτέ, αλλά έκανα μαζί του 8 παιδιά και την μικρή μου κόρη. Έφυγα για να ζήσω στον Ινδικό. Από το παράθυρο του κρεοπωλείου που έστησα με τον Μάρκους στο Πλάττεμπεργκ βλέπω τον ωκεανό. Εγώ σφάζω, ο Μάρκους τα πουλάει. Και ζούμε.

Ούτε νοστάλγησα, ούτε επιθύμησα, ούτε περίμενα κάτι μετά τον Τζωρτζ. Ήξερα όταν τον άφηνα πως θα δεθώ με μια κανονικότητα. Μαζί του θα ήτανε δύσκολο να είμαι ο εαυτός μου. Δύο πράγματα με κράτησαν. Η Αφρική και ο Θεός. Πήγαινα κάθε Κυριακή στην Εκκλησία και ξέπλενα μπροστά Του το αίμα των κρεάτων. Με κοιτούσε από τον ουρανό. Κι εγώ από το Παράθυρο του Ναού που έβαζε μέσα το πολύχρωμο φως Του. Αυτό το ένοιωθα σε κάθε μου βήμα, σε κάθε μου πράξη. Και το ότι πατούσα στα προγονικά μου σε Αυτόν το όφειλα. Τα παιδιά τα μεγάλωσα με την βεβαιότητα πως ο Θεός θα είναι ο καλύτερός τους φίλος. Την μικρή μου κόρη την πάντρεψα 15 χρονών τα Χριστούγεννα. Έφυγε με τον χοντρό της άντρα για την Μινεάπολις. Εκεί που θα ζούσα κι εγώ με τον Τζωρτζ. Της είπα να πάει να τον βρει. Πήγε.

- Μαμά σε θυμάται, μου είπε 24 Μαΐου στο τηλέφωνο, και σ’ αγαπάει ακόμη…
- Το ξέρω, της απάντησα, κι εγώ πες του.
Μου ‘πε πως είχε κάνει φυλακή, γάμο, παιδιά, διαζύγιο, πως είχε μείνει παιδί, πως, πως, πως…
Την άλλη μέρα με πήρε κι έτρεμε, την άκουγα να τρέμει. Άνοιξε τηλεόραση, μου είπε, ο Τζωρτζ πεθαίνει.
Το βιντεάκι σε λίγες μέρες είχε κάνει τον γύρο του κόσμου. Τέσσερεις λευκοί αστυνομικοί ακινητοποίησαν μέρα - μεσημέρι σε κεντρικό δρόμο της πόλης έγχρωμο άντρα κι ο πιο θυμωμένος από τους τέσσερεις τον στραγγάλισε. Με το γόνατό του. Ο φόνος βιντεοσκοπήθηκε από ένα κορίτσι που περνούσε από εκεί. Και μετά απαγγέλθηκαν κατηγορίες, ξέσπασαν κινητοποιήσεις παντού στον κόσμο, όπου υπάρχουν κοινότητες έγχρωμων όπως εγώ, που λούζονται πότε - πότε από το πολύχρωμο φως των ναών και των θεών που πιστεύουν. Ήταν ο Τζωρτζ. Που την προηγούμενη μέρα είχε μάθει για μένα κι εγώ γι αυτόν. Ξανά.

Την τέχνη μου την ξέρω καλά. Ερχόταν κάθε Σάββατο, να πάρει κρέας για την οικογένειά του. Ήσυχος άνθρωπος με τρία παιδιά. Και δεν μισούσε τους μαύρους. Λευκός. Κι αστυνομικός. Τα Σάββατα δεν δούλευε κι έκανε τζόκινγκ με φόρμα. Μετά ψώνιζε και γύριζε σπίτι με βήμα γοργό. Ερχόταν δέκα λεπτά πριν το κλείσιμο. Δεν μου ήταν δύσκολο. Τράβηξα τις κουρτίνες στο μαγαζί να μην φαίνεται ο ωκεανός. Κι ούτε ο ουρανός με τα χρώματά του να μπαίνει μέσα.
- Να σας δείξω το κιλότο, του είπα. Είναι φρεσκότατο.
Τον οδήγησα στα ψυγεία. Εκεί είναι σκοτεινά. Του έφερα μια με τον μπαλτά στην μέση του κρανίου. Δεν πρόλαβε τίποτα. Αίμα γέμισε ο τόπος παντού. Έτρεξα γρήγορα κι έβαλα έξω από την πόρτα "ΚΛΕΙΣΤΟΝ". Τέσσερεις ώρες μου πήρε να τον τεμαχίσω. Τον έβαλα στο πίσω ψυγείο. Γύρισα σπίτι πτώμα. Ο Μάρκους με ρώτησε: "Πονάς ακόμα;" Τον κοίταξα μέσα στα μάτια. "Αύριο, το πρωί" του είπα, "θέλω να με συνοδέψεις μέχρι την Εκκλησία".

Την Δευτέρα ο ανυποψίαστος Μάρκους τον πούλησε όλον σε μια εταιρεία που έρχεται να προμηθευτεί απομεινάρια ζώων για να ταΐζει άλλα ζώα σε ένα πάρκο με πούμα και λεοπαρδάλεις. Πληρώθηκε καλά.
- Πότε αγόρασες τόσο πολύ και χρήσιμο κρέας, με ρώτησε ο Μάρκους, μετρώντας τα λεφτά.
- Το Σάββατο, το απόγευμα, του είπα. Γι' αυτό άργησα να γυρίσω.
Ξαφνικά το μάτι του έπεσε πάνω σε ένα κόκκαλο.
- Αυτό; μου είπε, γιατί δεν το δώσαμε;
- Είναι το γόνατο, του απάντησα, κι ούτε να το βράσεις δεν αξίζει.
Πήγα και τράβηξα τις κουρτίνες που είχα ξεχάσει από το Σάββατο κλειστές. Ο ωκεανός είχε ένα γκρι μπλε χρώμα, σαν να είχε καθίσει από πάνω του ένα βαρύ σύννεφο. Παράξενο. Ο ουρανός ήταν καθαρός. Και φυσούσε. Μανιασμένα φυσούσε.

Μερικοί δρόμοι δεν είναι της Συγνώμης. Είναι του Μίσους.
Ας με συγχωρέσει ο Θεός.

στην μνήμη του George Floyd



Κυριακή 24 Μαΐου 2020

Έλλη Αλεξίου: Θα μπορούσα να ερωτευτώ και στα 90 μου

 Έλλη Αλεξίου



—Ο έρωτας αλλάζει τον άνθρωπο;

—Ο έρωτας είναι ένα από τα ωραιότερα αισθήματα του ανθρώπου. Όταν γνωρίσω ένα νέο και μου πει ότι δεν ερωτεύτηκε νιώθω οίκτο γι’ αυτόν. Γιατί δεν έχει νιώσει το πιο ωραίο αίσθημα του ανθρώπου. Μας γεμίζει, μας απασχολεί όλες τις ώρες της ημέρας και της νύχτας. Θέλουμε να γίνουμε καλύτεροι για το χατίρι του, θέλουμε να γίνουμε σημαντικότεροι για το χατίρι του, θέλουμε ν’ αρέσουμε και για ν’ αρέσουμε πρέπει να είμαστε διαρκώς στο δρόμο της βελτίωσής μας.

Δεν είναι απλώς ένα γέμισμα ζωής, αλλά είναι και μια μέθοδος ζωής, είναι πορεία ζωής, είναι είδος κινητήριας δύναμης.

Όπως έχουμε τις δυνάμεις της κίνησης -κινείται, λέμε, με τον ατμό, κινείται με τον αέρα, κινείται με τον ηλεκτρισμό, με το μαγνητισμό. Ο αισθηματίας άνθρωπος κινείται με τον έρωτα. Ζει, υπάρχει με τον έρωτα. Και είναι ένα αίσθημα, ευτυχώς, που δεν εξαντλείται και ούτε καν έχει ηλικία. Νομίζω μάλιστα ότι όσο ωριμάζεις τόσο καλύτερα τον καταλαβαίνεις τον έρωτα. Ο έρωτας του ανώριμου ανθρώπου δεν είναι τίποτα. Είναι κι αυτός ανώριμος, τίποτα απολύτως. Δεν είναι ουσία της ζωής του, είναι ψιμύθιο της ζωής του.

(…) Όταν βλέπω ανθρώπους που είναι απογοητευμένοι απ’ τον έρωτα, προσπαθώ να τους πείσω ότι είναι ευτυχείς, ότι αυτόν τον πλούτο που νιώθουνε, δε θα τον ξανανιώσουνε. Δεν έχει σημασία αν πάσχουνε. Είναι σαν τον καλλιτέχνη. Όταν κάνει ένα καταπληκτικό έργο τέχνης και βρίσκεται κάτω από την επήρεια της συγκίνησης της μεγάλης τέχνης είναι δυστυχής; Ο ίδιος δεν καταλαβαίνει βέβαια τι είναι, δεν μπορεί να το χαρακτηρίσει.

Αλλ’ αυτό είναι ευτυχία, είναι πλούτος ζωής. Όταν σου περάσει αυτό το αίσθημα το ερωτικό, θ’ αντιληφθείς ότι είσαι ένα ον παρόμοιο προς το φυτό, προς το ζώο. Υπάρχεις όταν είσαι ερωτευμένος.

(…) Όταν ο άνθρωπος χάσει τον έρωτα, αποξηραίνεται, απλώς ζει, απλώς υπάρχει, όπως λένε για τα μέταλλα που απλώς υπάρχουν. Ε, το ίδιο και ο άνθρωπος.

—Μπορεί ν’ αναπτυχθεί μία σχέση ερωτική όταν υπάρχει χάσμα πνευματικό;

—Μα ο έρωτας δε φαντάζομαι να ζυγιάζεται με τα εκατέρωθεν βάρη ικανοτήτων ή κοινωνικής θέσης, βέβαια επηρεάζεται, αλλά δεν εμποδίζεται. Μπορεί να γίνεται πιο δύσκολος, κάποτε και ανυπέρβλητος.

Νομίζω ότι εις τον έρωτα εξυπακούεται ότι υπάρχει και κάποια άλλη δύναμη, στο πρόσωπο που ερωτευόμαστε. Θέλεις να ’ναι μια ανωτερότητα πνευματική, διανοητική, να έχει ηρωική στάση απέναντι στη ζωή. Ν’ αντιλαμβάνεσαι δηλαδή ότι σε συγκινούν πολλές πλευρές.

Αν γνωρίσεις έναν άνθρωπο, διανοητικά, πνευματικά, οπωσδήποτε συναισθηματικά κατώτερο, δεν μπορείς να συγκινηθείς. Βέβαια οι κοινωνικές τοποθετήσεις δημιουργούν εμπόδια στον έρωτα. Είναι γεγονός. Εάν κάποιος θέλει να μείνει στο ύψος του ως διοικητής, διευθυντής, ως υπεύθυνος μιας θέσης, δεν μπορεί να κάνει δεσμό με μια υπάλληλό του. Είναι γεγονός αυτό και σωστό είναι. Έτσι πρέπει να γίνεται. Εκτός αν, βέβαια, νιώσει ένα τόσο ισχυρό έρωτα, οπότε εγκαταλείψει και τις θέσεις και τα μεγαλεία και…

(…) Ο έρωτας δεν εξαρτάται απ’ την ανταπόκριση. Ο άνθρωπος δεν ερωτεύεται όταν στον έρωτά του υπάρχει ανταπόκριση. Μπορεί να ερωτευτεί χωρίς ανταπόκριση, όπως μπορεί να έχει ανταπόκριση και ο ίδιος να μην ερωτεύεται, να τον αγαπούν χωρίς ν’ αγαπά.

—Δεν υποφέρει όμως αυτός που δεν έχει ανταπόκριση;

—Σίγουρα, αλλά βέβαια το να τον αγαπούν κι αυτός να μην αισθάνεται τίποτα είναι μηδέν γι’ αυτόν, το ανύπαρκτον. Δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει ανταπόκριση. Νομίζω ότι πιο πολύ αγαπά όταν δεν υπάρχει.

—Και πώς το εξηγείτε αυτό;

Διότι σου λείπει κάτι και το επιθυμείς. Όταν το έχεις, δεν το επιθυμείς. Όταν έχεις κάτι δεν πάσχεις. Πάσχεις όταν δεν το έχεις. Έτσι λέω εγώ…

(…)

—Πιστεύετε ότι υπάρχει όριο ηλικίας στον έρωτα;

—Στο ρομαντικό έρωτα δεν υπάρχει όριο.

—Θα μπορούσατε να ερωτευτείτε ρομαντικά εσείς που πλησιάζετε τα ενενήντα;

—Βεβαίως. Σ’ όλη μου τη ζωή υπήρχαν άνθρωποι που τους αγάπαγα. Αλλά όλα τ’ άλλα νταραβέρια ήτανε πάντοτε ξένα από μένα.

(…)
.
.

..Έλλη Αλεξίου..

Δευτέρα 11 Μαΐου 2020

Χωρίς ήλιο..




Μας βλέπει ο Ήλιος σούρουπο... όταν δύει.
Ένα παράξενο πράγμα.
Μένουμε μέσα και βγαίνουμε εκεί λίγο πριν πέσει να τον δούμε κι εμείς. Να του πούμε "καληνύχτα". Έτσι κύλησε η ζωή σε αυτόν τον δρόμο τα τελευταία 50 χρόνια που χτίστηκε το απέναντι κτήριο. Εγώ τον πρόλαβα τον δρόμο και πριν χτιστεί. Όχι μεγάλες διαφορές αλλά να! μετά το απομεσήμερο είχαμε Ήλιο. Κρατούσε τις σωστές ώρες 4 με 7 να βγούμε να παίξουμε μετά το σχολείο...
Μου λένε πως σε κάποια μέρη στον κόσμο είναι χειρότερα... έχουν έξι μήνες νύχτα. Και κάπου στους πόλους δεν ξημερώνει ποτέ.
"Καλύτερα εμείς από αλλού" έλεγα στα παιδιά μου πριν 20 χρόνια, που ήτανε κι εκείνα μικρά και θέλανε παιχνίδι στο φως. Γέμιζε η γειτονιά με φωνούλες για 90 λεπτά, όταν έσκαγε το φως Του πάνω στις προσόψεις των σπιτιών μας και τα χρώματα γίνονταν επιτέλους χρώματα, οι άνθρωποι πιο γελαστοί και τα παιδιά πιο ανέμελα.
Μεγάλωσαν, φύγανε, πήγανε σε πόλεις και σε χώρες που ο Ήλιος σχεδόν δεν δύει ποτέ, άλλος στην Ελλάδα, άλλος στην Αφρική... Πέθαναν κι άνθρωποι στην γειτονιά, έχασα κι εγώ τον άνθρωπό μου πέρυσι, αλλά κανένα μου παιδί δεν είχε τον χρόνο να γυρίσει. Εγώ καταλάβαινα. Τους είπα: "Η Αγάπη δεν μετράει χιλιόμετρα, ούτε ο Πόνος. Και να έρθετε ως εδώ, δεν θα γυρίσει πίσω". Δεν θέλω τα παιδιά να σέρνουνε ενοχές και τραύματα. Άστα να μαζεύουν Ήλιο.
Έμαθα και στην μοναξιά, έμαθα και στην λύπη. Και δεν το κάνω και θέμα. Ένα μόνο παράπονο με τρώει. Όταν βγάζει συννεφιά κι έρχεται η ώρα Του να φωτίσει τα παράθυρά μου και τα σύννεφα δεν Τον αφήνουν. Για αυτήν την έρημη την μια ώρα που Τον περιμένω να έρθει και δεν μπορώ να Τον χαρώ. Αυτό με τυραννάει. Και η βροχή που ξεπλένει το ανθρώπινο από το μη ανθρώπινο, κι αυτή ακόμα μέσα μου έχει δικαιολογία. Αλλά το αραιό συννέφιασμα, ειδικά τώρα που δεν έχω παρέα, με θυμώνει, να! θα το πω, με εξοργίζει.
Ποτέ δεν έφυγα από δω.
Θέλω την ώρα που θα φεύγω, να σκάσει στα παράθυρά μου, έτσι απογευματάκι, να κατρακυλάνε τα χρώματα στις προσόψεις των σπιτιών, κι εγώ από μέσα, να αποχαιρετώ για πάντα μια ζωή χωρίς Ήλιο.
Αυτό εύχομαι, να!
Να φεύγω την ώρα που θα φεύγει.
Για να με πάρει.
Μαζί Του.

Δευτέρα 4 Μαΐου 2020

"Ο κόσμος δεν έγινε τώρα κακός.... πάντα ήταν".


Δείτε αυτή την κυρία
Ας μην ξεχάσουμε ποτέ το όνομά της..
Irena Sendler




"Ο κόσμος δεν έγινε τώρα κακός.... πάντα ήταν". "Το βραβείο δεν το παίρνει πάντα αυτός που το αξίζει"

Πρόσφατα πέθανε μια 98χρονη κυρία που την έλεγαν Ιρένα.
Κατά τη διάρκεια του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου η Ιρένα εργαζόταν στο γκέτο της Βαρσοβίας ως ειδική υδραυλικός υπονόμων.
Είχε όμως κι έναν απώτερο σκοπό.
Όντας Πολωνέζα ΗΞΕΡΕ ποια ήταν τα σχέδια των ναζί για τους Εβραίους.
Η Ιρένα έβγαζε λαθραία βρέφη τοποθετώντας τα στον πάτο της εργαλειοθήκης της ή σε ένα σάκο από λινάτσα που είχε στην καρότσα του φορτηγού της για τα μεγαλύτερα παιδιά.
Ακόμα, είχε ένα σκύλο στην καρότσα, που τον είχε εκπαιδεύσει να γαβγίζει όταν οι ναζί φαντάροι της άνοιγαν να μπει ή να βγει από το γκέτο.

Οι φαντάροι, φυσικά, δεν ήθελαν πάρε-δώσε με το σκύλο, ενώ το γάβγισμά του κάλυπτε τους θορύβους/ήχους που έκαναν τα βρέφη/παιδιά!
Στο διάστημα που το έκανε αυτό, κατάφερε να φυγαδεύσει και να σώσει 2.500 παιδιά και βρέφη.

Συνελήφθη και οι ναζί τη χτύπησαν πάρα πολύ άσχημα και της έσπασαν και τα χέρια και τα πόδια.
Η Ιρένα κράτησε ένα αρχείο με τα ονόματα των παιδιών που είχε διασώσει και το φύλαξε σ΄ένα γυάλινο βάζο που έθαψε κάτω από ένα δέντρο στην αυλή της.

Μετά τον πόλεμο, προσπάθησε να εντοπίσει όσους γονείς είχαν επιζήσει και επανένωσε τις οικογένειες.
Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν πεθάνει στους θαλάμους αερίων. Τα παιδιά αυτών, τα βοήθησε να τακτοποιηθούν σε θετές οικογένειες ή να υιοθετηθούν.

Το 2007, η Ιρένα προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης.

Δεν επελέγη.

Ο Πρόεδρος Ομπάμα το είχε κερδίσει ένα χρόνο πριν γίνει Πρόεδρος, για την εργασία του ως "οργανωτής κοινότητας" για το ACORΝ... και ο Αλ Γκορ το κέρδισε το 2007, για ένα φιλμ σχετικά με την υπερθέρμανση της γης...

Εις μνήμην της - 63 χρόνια μετά...

Βάζω το λιθαράκι μου προωθώντας αυτό το μήνυμα

Ελπίζω να κάνετε κι εσείς το ίδιο...

Είναι τώρα πάνω από 60 χρόνια που τέλειωσε ο Β΄Παγκόσμιος στην Ευρώπη.

Αυτό το μήνυμα στάλθηκε ως "μνημόσυνη αλυσίδα", εις μνήμην των 2 εκατομμυρίων Εβραίων, 20 εκατομμυρίων Ρώσων,500.000 Ελλήνων, 10 εκατομμυρίων χριστιανών, που δολοφονήθηκαν, σφαγιάστηκαν, βιάστηκαν, κάηκαν, λιμοκτόνησαν και ταπεινώθηκαν.

Είναι επιτακτική ανάγκη να διασφαλιστεί ότι ο κόσμος ποτέ δεν θα ξεχάσει, γιατί υπάρχουν άλλοι που θα το ξανά έκαναν...



Σάββατο 18 Απριλίου 2020

Καλή Ανάσταση ψυχής .


Φωτογραφία: Αντώνης Σερκετζής

Ποτέ άλλοτε δεν είχε η ανθρωπότητα την ευκαιρία,να σταματήσει ολόκληρη ταυτόχρονα τον ακράτητο καλπασμό της. Να κάνει ένα απρόσμενο διάλειμμα – έστω και αναγκαστικό – από το ποδοβολητό της πάνω σε τούτο τον πλανήτη. Να κάνει ένα βήμα πίσω, να πάρει μια βαθειά ανάσα και να έρθει αντιμέτωπη με τον εαυτό της.

Οι περισσότεροι θα έρθουν πρόσωπο με πρόσωπο με την μοναξιά. Θα καταλάβουν ότι δεν αντέχουν να είναι μόνοι γιατί δεν έχουν τι να πουν με τον εαυτό τους. Έχουν μάθει να ορίζουν την υπαρξή τους μέσα από τα μάτια των άλλων.

Μέσα από επαγγελματικές επιτυχίες, μεγάλους έρωτες υψηλές ταχύτητες, ρετουσαρισμένες photos και βεβιασμένα likes. Και όταν αυτά λείψουν τότε χάνουν και την ισορροπία τους. Όταν τα μάτια των γύρω δεν κοιτούν, τότε χάνουν τον εαυτό τους. Όμως δεν είναι τα επιτεύγματα μας που καθορίζουν την ύπαρξή μας, άλλα η ουσία μας…

Άλλοι θα αναγκαστούν να έρθουν αντιμέτωποι με τις σχέσεις που έφτιαξαν. Τα παιδιά, τους γονείς, τους συντρόφους. Κλεισμένοι σ’ ένα σπίτι χωρίς ελπίδα διαφυγής, δε θα υπάρξει άλλος τρόπος παρά να δουν ένας τον άλλον κατάματα. Να λουστούν εκείνα τα κακομαθημένα παιδιά που εκείνοι κατάντησαν έτσι και μετά τα ξαμόλησαν στον κόσμο. Να αντιμετωπίσουν επιτέλους έναν γάμο που έχει τελειώσει και όλο αναβάλλεται λόγω κεκτημένης ταχύτητας. Να τεστάρουν αν πραγματικά μπορούν και αντέχουν να μείνουν με το νέο τους σύντροφο…

Και με αυτό το σύννεφο του θανάτου πάνω από τα κεφάλια μας, ας αναλογιστούμε τι άξιζε από όσα ζήσαμε ως εδώ. Ας θυμηθούμε τι κάναμε πριν μερικές βδομάδες… γιατί θυμώναμε.. γιατί παλεύαμε.. κι αν όλα αυτά έχουν ακόμα αξία τώρα. Κι αν δεν έχουν, ίσως ήρθε η ώρα να αλλάξουμε.

Δεν μπορούμε να πορευτούμε άλλο σαν είδος με μοναδικές αξίες το χρήμα και την εικόνα. Τίποτα από τα δύο δεν μπορεί να μας βοηθήσει τώρα. Μας το δείχνει η ζωή χρόνια τώρα. Μας το φωνάζει το σύμπαν. Μας το ουρλιάζει ο πλανήτης. Ο πλανήτης που καταστρέφουμε κάθε μέρα που σηκωνόμαστε από το κρεβάτι μας και χοροπηδάμε στην πλάτη του με την έπαρση του κυρίαρχου είδους.

Κι όμως…δεν είμαστε το κυρίαρχο είδος. Τα μικρόβια είναι..! Αυτό, το μικρότερο όλων των πλασμάτων είναι που θα επιβιώσει μιας πιθανής ολικής καταστροφής. Όχι εμείς. Και αυτό έρχεται τώρα να μας απειλήσει μ’ έναν τρόπο τόσο απόλυτο που θα μας υπενθυμίσει το πόσο ασήμαντοι είμαστε όλοι μας για τούτο τον πλανήτη.

Όλοι! Άνδρες, γυναίκες, μικροί, μεγάλοι, πλούσιοι, φτωχοί, μετανάστες, ντόπιοι, χριστιανοί, μουσουλμάνοι… Όλοι!

Όποιος και να λείψει από εμάς ,ο πλανήτης θα συνεχίζει να γυρίζει. Για την ακρίβεια, όσο εμείς νοσούμε ο πλανήτης θα θεραπεύεται.

Όσο μένουμε κλεισμένοι στα σπίτια μας, ο αέρας και τα νερά θα καθαρίζουν από τα υπολείμματα μας.

Τα ζώα και τα πουλιά θα γυρνούν ελεύθερα χωρίς τον φόβο μας. Η Γη θα κάνει επιτέλους ένα διάλειμμα από την παρουσία μας και θα ανθίσει…

Κι αυτό ας μας γίνει ένα μάθημα που θα το θυμόμαστε όταν θα ξαναξεχυθούμε εκεί έξω. Να θυμόμαστε ότι κανείς μας δεν είναι σημαντικότερος κανενός σε αυτή τη Γή και ότι εκείνη θα συνεχίζει να γυρίζει ακόμα και χωρίς εμάς.

Κι αν δεν το καταλάβουμε μόνοι μας τότε το επόμενο μας μάθημα θα είναι ακόμα δυσκολότερο…"


Καλή Ανάσταση ψυχής .

Τετάρτη 25 Μαρτίου 2020

Εκείνη και Εκείνος.


"Δεν είναι γριά, δεν είναι γέρος. Δεν είναι «πακέτο», δεν είναι ηλίθιος, δεν είναι ζαβός. Ναι, έχει άγνοια κινδύνου. Την ίδια άγνοια που χρόνια τώρα έχει και βγαίνει έξω μόνος, και φροντίζει τον εαυτό του μόνος, κι έχει κάνει παρέες στο ΚΑΠΗ και στην πλατεία γιατί εσύ δουλεύεις, σοσιαλιζεσαι και δεν προλαβαίνεις.
Έχει την ίδια άγνοια κινδύνου που είχε όταν ερχόταν με 5 συγκοινωνίες με ο,τι καιρό και να είχε να σου προσέξει τα παιδιά σου! Να στα φροντίσει με ιώσεις, με δυσκολίες, με «όλα τα καλά».
Έχει την ίδια άγνοια κινδύνου που είχε όταν πήγαινε στη λαϊκη και τα έπαιρνε όλα λειψά για να σου πάρει και για το δικό σου σπίτι!
Έχει την ίδια άγνοια κινδύνου που είχε όταν δούλευε σαν σκυλί για να μη σου λείψει τίποτα τσακίζοντας το σώμα του και τις αντοχές του!
Δεν είναι γέρος και γριά, δεν είναι όλα τα κοσμητικά που του έχεις φορέσει! Είναι ο πατέρας σου, η μάνα σου, ο παππούς σου, η γιαγιά σου, ο συγγενής σου, ή ο γείτονας!
Γι’αυτο όσο δίκιο κι αν έχεις που φωνάζεις για το καλό του, βουτά τη γλώσσα στο μυαλό, εσυ κι εγώ τους μάθαμε στην επιβίωση και στην άγνοια κινδύνου και τώρα τους ζητάμε προσαρμοστικότητα, αντίληψη, αλλαγή, με άμεση εφαρμογή. Σαν να πατάμε κουμπάκια.
Ε μάθε εσύ που έχεις τόσο υποτιμητικά λυσσάξει με το «γριές και γέροι» και «για εσάς μένουμε εμείς μέσα» να κλείνεις λίγο το στόμα σου.
Ναι, πρέπει να μείνουν μέσα. Ναι, δεν το έχουν καταλάβει. Ναι, πες το 5000 φορές. Μέχρι να καταλάβουν.
Όσες χρειάστηκε να σου πουν κι εσένα να μην κάνεις κάθε μαλακία που έκανες και ήρθαν να σε ξεμπλέξουν, να σε φροντίσουν και να σε κανακέψουν!
ΔΕΝ είναι ο γέρος κι η γριά. Είναι κάποιου μάνα και πατέρας. Δεν είναι το πακέτο που σε βαραίνει ανόητε!
ΚΑΙ ΑΝ ΔΕ ΤΟΥΣ ΕΧΕΙ ΧΑΣΕΙ,ΔΕΝ ΞΕΡΕΙΣ ΤΙ ΑΞΙΑ ΕΧΟΥΝ ΑΥΤΕΣ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ!ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΙΔΕΑ!
Άντε γιατί πήξαμε στους μάγκες."

Τρίτη 24 Μαρτίου 2020

Ποια μοναξιά ?



φώτο από το διαδίκτυο.

Και...αφού μπόρεσες και άντεξες να κλειστείς πίσω από την πόρτα του σπιτιού σου και να σε συναντήσεις ,αντέχεις και να βάλεις όλους τους ανθρώπους πάνω στο τραπέζι..
Εσένα και τους άλλους..
Να τους έχεις εσύ απέναντι αυτήν την φορά..
Αν το κάνεις,δεν ξέρω πραγματικά ,δεν ξέρω αν σου φτάσει ο χρόνος της απομόνωσης σου.
Ποια μοναξιά ?
Δεν θα έχεις ,αφού κάθε μέρα θα μπορείς,να έχεις τουλάχιστον έναν καλεσμένο ..
Βάλε ένα ποτήρι κρασί και κοίταξε τον από την κορφή ως τα νύχια.
Τον συγγενή,τον φίλο,τον γνωστό,τον σύντροφο,τον νυν,τον πρώην,τον συνεργάτη,ακόμα κι αυτόν με την απροσδιόριστη ταυτότητα ως προς εσένα.
Ποιος υπάρχει?
Γιατί υπάρχει?
Πως υπάρχει?
Που υπάρχει?
Υπάρχει?
Και αφού μπόρεσες και άντεξες να κλειστείς πίσω από την πόρτα του σπιτιού σου,είσαι δυνατός,έχεις αξία,έχεις σεβασμό,έχεις τσαγανό,έχεις ενσυναίσθηση...
Τώρα ΜΕΝΕΙΣ ΣΠΙΤΙ και μπορείς να αποφασίσεις εσύ,όταν ανοίξεις ξανά την πόρτα του εγκλεισμού σου,ποιους θα ξανά συναντήσεις και για ποιον λόγο..
ΜΕΝΕΙΣ ΣΠΙΤΙ γιατί το επιβάλει η συνθήκη και η συνείδηση σου.
Όταν βγεις,φρόντισε να έχεις ξεσκαρτάρει και από τους «κατά συνθήκη» και να κρατήσεις τους «κατά βούληση»!..

Σάββατο 29 Φεβρουαρίου 2020

Το παλτό.

Artist: Dominique Robert

Θα έβγαινε ο χειμώνας χωρίς παλτό. Δεν πειράζει. Τις νύχτες ο Σαμπού είχε τη Νάνα. Η Νάνα ήταν χνουδωτή, την αγκάλιαζε και τον ζέσταινε. Η Νάνα τον αγαπούσε πολύ. Όταν ο Σαμπού γεννήθηκε στο Κάιρο, η Νάνα ήταν πέντε χρονών. Τώρα είναι πέντε ο Σαμπού και δέκα η Νάνα. Αλλά για τα σκυλάκια μετράει αλλιώς η ηλικία και στην πραγματικότητα η Νάνα έχει την ηλικία που θα είχε τώρα η μαμά του Σαμπού αν ζούσε. Λένε πως η αγάπη ανάμεσα στα παιδιά και τα ζώα, μόνο με την αγάπη που έχει ο Θεός για τον άνθρωπο μπορεί να συγκριθεί. Ο Σαμπού δεν θυμάται και πολλά για την μαμά, τον μπαμπά, τα αδέλφια κι τους άλλους που μένανε κάποτε όλοι μαζί. Μετά από τις Καταστροφές, που οι μόνοι που επέζησαν από μια πολυμελή οικογένεια ήταν εκείνος και η Νάνα, ξέχασε τα πάντα. Ένα αξιοζήλευτο Τώρα έκανε την ζωή του όμορφη. Δεν είναι εύκολο για κανένα παιδί να μεγαλώνει μόνο στους δρόμους. Αλλά όταν ο κόσμος αλλάζει και πολλά παιδιά έχουνε αυτήν την κατάληξη, η κοινή αυτή μοίρα γεννάει τις συνθήκες. Και επειδή αυτές οι συνθήκες ήταν μαζικές, ο Σαμπού είχε τον Πατρίκ, ως φύλακά του από την Πρόνοια και κατά τα άλλα την έβγαζε καλά στο πεζοδρόμιο. Η Νάνα βέβαια αν είχε μιλιά θα έλεγε πως ο Πατρίκ δεν ξέρει από παιδιά, γιατί ούτε είχε ποτέ δικά του, ούτε ο ίδιος θυμάται πως είναι να είσαι παιδί. Απλά εκτελεί το καθήκον του, τους φέρνει κάθε μέρα φαγητό και κοιτάζει αν έχουνε κουβέρτες. Έταξε μάλιστα στην αρχή του χειμώνα ένα παλτό στον Σαμπού και μετά ξέχασε να του το φέρει. Καλά που η Νάνα ήταν το πιο καλό παλτό, τις κρύες νύχτες για τον μικρό. Τι να μας πει κι ο άνθρωπος σε αυτά τα χρόνια; Όλοι οι άνθρωποι για την Νάνα ήταν αμελείς και μερικώς επικίνδυνοι. Γιατί δεν ξέρανε να μπαίνουν στην θέση του άλλου. Η Νάνα ήξερε. Κι ο Σαμπού ήτανε πολύ τυχερός που την είχε. Κι η Νάνα το ίδιο. Τυχερή και ευγνώμων.

Ένα από τα τελευταία κρύα βράδια, ο Σαμπού άρχισε να βήχει. Ο βήχας του γινόταν όλο και πιο σκληρός. Η Νάνα είχε δει πολλά παιδιά να πεθαίνουν στα κράσπεδα μετά τις Καταστροφές από βήχα. Κολλούσε λοιπόν το κορμάκι της το χνουδωτό πάνω στο στήθος του Σαμπού και τον κράταγε όσο πιο ζεστό γινόταν. Καλύτερα κι από παλτό. Ο Πατρίκ εντόπισε τον βήχα του μικρού και κανόνισε ο Σαμπού να μεταφερθεί στο κεντρικό νοσοκομείο. Εκεί βέβαια δεν επιτρέπονταν σκυλιά. Η Νάνα ξημεροβραδιαζόταν έξω από την κεντρική Πύλη και κάθε φορά που έβλεπε τον Πατρίκ να έρχεται για να επισκεφτεί τον Σαμπού, έτρεχε πίσω του μέχρι το σημείο που οι φύλακες την κλωτσούσαν και την έδιωχναν. Η Νάνα περίμενε να τελειώσει το επισκεπτήριο και ο Πατρίκ να βγει από το κτήριο. Τότε τον τρέλαινε στριφογυρνώντας στα πόδια του. Ο Πατρίκ της έδινε κάτι αποφάγια. Και μετά άπλωνε το χέρι του, της χάιδευε το σγουρό κεφάλι και της έλεγε: "Πάει καλύτερα." Αυτό το "καλύτερα" κράτησε είκοσι μέρες. Ένα μεσημέρι ο Σαμπού βγήκε από το Νοσοκομείο και τον συνόδευε μια κυρία όμορφη με σγουρό μαλλί κατάμαυρο από την Πρόνοια. Το χρώμα του Σαμπού ήταν όπως πριν αρρωστήσει και το βλέμμα του καθαρό. Μόλις είδε την Νάνα ξέφυγε από τα χέρια της κυρίας και την άρπαξε στην αγκαλιά του. Η Νάνα ξαναγάπησε εκείνη την στιγμή τον Θεό και τους ανθρώπους. Μείνανε έτσι σφιχταγκαλιασμένοι για λίγα λεπτά και η κυρία είπε ήσυχα: "Εκεί που πάμε Σαμπού, αυτό το σκυλάκι δεν μπορεί να έρθει." Ο Σαμπού την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια και μετά κοίταξε την Νάνα που ήταν ξεκάθαρα απελπισμένη. "Ούτε εγώ μπορώ να έρθω" είπε. "Εσύ πρέπει να έρθεις για να γίνεις τελείως καλά, θα έχεις και δικό σου παλτό πια" του είπε εκείνη κοφτά. "Έχω παλτό δεν θέλω άλλο" είπε ο Σαμπού και ξαναπήρε την Νάνα στα χέρια του. Αυτά τα χέρια κοπάνησε με δύναμη η γυναίκα αυτή για να τα ελευθερώσει από την αγκαλιά του ζώου. Και η Νάνα όρμησε με δύναμη πάνω της και της δάγκωσε το πρόσωπο. Η γυναίκα ούρλιαξε από τον πόνο και αίμα φάνηκε στα μάγουλά της. Οι φύλακες που είδανε τι έγινε βάλανε τις φωνές και βάλθηκαν να τρέχουν προς τα κει έξαλλοι. Αλλά δεν πρόλαβαν να φτάσουν. Γιατί εκείνη ακριβώς την στιγμή γκρεμίστηκε ο κόσμος.

Πρώτη φορά μετά από τις παλιές Καταστροφές, μια βόμβα έπεφτε τόσο κοντά στους ανθρώπους. Ο θόρυβος που έκανε πριν σκάσει και σκοτώσει τόσο άμαχο πληθυσμό ήταν οξύς και μακρύς. Αλλά και η Νάνα και ο Σαμπού ήτανε σίγουροι πως αυτήν την βόμβα την έριξε ο Θεός κι όχι οι άνθρωποι, μόνο και μόνο για να μην χωριστούν. Η μελαχρινή κυρία έπεσε αναίσθητη, αλλά δεν ήταν η μόνη. Πολύς κόσμος γύρω τους είχε στα κράσπεδα λίμνες αίματος γύρω από τα μάτια και τα χείλη, ή πάνω στα μάγουλα, ανάμεσά τους και μεγάλοι και παιδιά. Σκυλί κανένα. Το μοναδικό σκυλί που έτρεχε στον κεντρικό δρόμο με ένα παιδί να το ακολουθεί ασθμαίνοντας ήταν η Νάνα. Κι ο Σαμπού που όταν άκουσε την δεύτερη και την τρίτη βόμβα να καταφθάνουν, άρπαξε τη σκυλίτσα του και βούτηξαν στο μικρό λασπωμένο κανάλι πλάι στον δρόμο. Έμειναν εκεί μέσα στις ζεστές από τους υπονόμους λάσπες και κρυμμένοι από τα ανοιχτά σημεία της πόλης πάνω από μια ώρα. Κι όταν το κακό σταμάτησε, ξεπρόβαλαν τα βρωμισμένα δύο μουσούδια τους και πήρανε ανάσα μέσα στους καπνούς. Μέχρι το βράδυ είχανε περπατήσει δέκα χιλιόμετρα, έξω από το Κάιρο πια, στις εξοχές. Όλα εκεί θα ήταν καλύτερα από αύριο. Γιατί η γιαγιά Ησαΐα που τους μάζεψε στο μικρό της σπίτι, νυχτιάτικα, κοίταξε ψηλά στον ουρανό και ξεστόμισε: "Θεέ μου, σε ευχαριστώ. Το πρωί μου πήρες τον Βάλι μου και το βράδυ μου τον έστειλες πίσω διπλό". Να πούμε πως η γιαγιά Ησαΐα ήτανε μια κυρία ογδόντα χρονών, τυφλή και μόνη μετά από τις πρώτες Καταστροφές. Ο Θεός της είχε αφήσει ζωντανό τον Βάλι, έναν γέρικο σκύλο που την βοηθούσε να περιπατάει στον δρόμο με το λευκό της μπαστούνι κι αυτό το κουρασμένο σκυλί δεν ήταν τυχερό στον πρωινό βομβαρδισμό. Η γιαγιά Ησαΐα, το βρήκε στην αυλή χτυπημένο και λίγο μετά ξεψύχησε στα χέρια της. Όταν ο Σαμπού με την Νάνα σχεδόν σωριάστηκαν από την κούραση μπροστά στην πόρτα της, η γυναίκα αυτή, πέταξε την απελπισία της σαν βόμβα στον κήπο της. Είναι τόσο ωραία η ζωή όταν αυτοί που είναι να συναντηθούν τα καταφέρνουν. Κι είναι σπουδαίο οι άνθρωποι, μέσα στις Καταστροφές, να αναγνωρίζουν τι θέλει ο Θεός γι' αυτούς και να το ακούνε. Η γιαγιά Ησαΐα έζησε μέχρι τα βαθιά της γεράματα στο μικρό εξοχικό σπίτι και πέθανε από φυσικά αίτια. Προστατευμένη μέσα στον κακό καιρό γιατί ο Σαμπού και η Νάνα έμειναν κοντά της. Ένα πρωί λίγο πριν τελειώσει ο πόλεμος πέρασε έξω από το σπίτι τους, ένας κουτσός και κοντοστάθηκε κοιτώντας την Νάνα. Μια σφαίρα θα τον είχε χτυπήσει στο πόδι. Η Νάνα αναγνώρισε αμέσως τον Πατρίκ μέσα από την αυλή αλλά έμεινε ασάλευτη. Κι εκείνος δεν ήταν σίγουρος. Ποτέ δεν ήταν. Αυτό.

Κι όταν ο πόλεμος τελείωσε και η μισή ανθρωπότητα προσπάθησε να μάθει από την άλλη μισή κάτι για να γίνει καλύτερη, τότε και μόνο τότε ο Θεός άφησε τον Σαμπού να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα για τον κόσμο και να πορευτεί μοναχικός στο δικό του υπόλοιπο. Στα βόρεια μέρη που βρέθηκε, στην μέσα τσέπη του, σε ένα παλτό που σπάνια αποχωριζόταν, είχε πάντα, μια φωτογραφία που την θάμπωνε ο καιρός, από εκείνα τα όμορφα χρόνια, στην αυλή της γιαγιάς Ησαΐας, να στέκεται όρθιος, να κρατάει την Νάνα αγκαλιά και να γελάει. Ο πλανόδιος φωτογράφος που την τράβηξε είδε στα μάτια του μικρού αγοριού ένα αξιοζήλευτο Τώρα κι αυτό στην πραγματικότητα είχε αποθανατίσει, μέσα σε εκείνα τα άτυχα χρόνια, που μείνανε γνωστά στην Ιστορία ως οι Καταστροφές.

Thrassos Kaminakis



Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2020

Το χρώμα της συγνώμης.

Photo: lucciano lattanzi


Αν πεις πως ο χειμώνας αρχίζει 30 Νοέμβρη και την τελευταία μέρα του Φλεβάρη τελειώνει, τότε την εβδομάδα που φουντώνει ο Γενάρης, εκεί κάπου στο τρίτο δεκαήμερο, γιορτάζει η Σιόρα Βικτώρια τα γεννέθλιά της. Από κορίτσι που ήταν ως σήμερα που είναι γιαγιά κάνει τους άλλους γύρω της να χαίρονται που γεννήθηκε.
Αυτήν την λαμπερή μέρα, που το κρύο συναγωνίζεται τον ήλιο, στα στενά της Φαέντζα, βγαίνει πρωί - πρωί στο καλντερίμι και πάει για τις ετοιμασίες.
Τι σαφράν και τρούφες, τι λαχανάκια από τις Βρυξέλλες και προσούτο κόττο από την Πάρμα, τι γκοροντσόλες και γαρίδες από τις μεγάλες, τι πανίνι ολόφρεσκα και μυρωδάτα μήλα κουβαλάει δεν λέγεται.
Πέρυσι που ήτανε ακόμη και ο καιρός κακός εκείνη δεν πτοήθηκε. Βγήκε στους δρόμους σαν να είχε λιακάδα. Πρόπερσι είχε να κλαίει τέτοιες μέρες μιαν ανηψιά της. Την κήδεψε και μετά ντύθηκε και βγήκε στο πλακόστρωτο. Πριν κάτι χρόνια πάλι έχασε σύζυγο, αδερφή κι εγγόνια. "Η Ζωή αφού δίνει, παίρνει" έλεγε. "Να είστε προετοιμασμένοι και να μην της ζητάτε να γίνει το δικό σας." Και έβγαινε πάλι έξω, στον δρόμο. Όπως σήμερα.

Την είδαμε πίσω από τις κουρίνες μας με το μπαστουνάκι της να πηγαίνει φουριόζα.
- Δεν είναι ογδόντα; μου είπε η Μάιρα.
- Μπορεί, της απάντησα, αλλά εσύ την βλέπεις να έχει ηλικία;
- Την βλέπω κάπως κουρασμένη.
- Πάντως ως το βράδυ θα έχει μαγειρέψει για όλη την γειτονιά...
- Κάποια στιγμή δεν θα μπορεί πια.
- Εγώ νομίζω πως η Σιόρα Βικτώρια, δεν θα πεθάνει ποτέ! Κοίτα με πόση σταθερότητα βηματίζει.

Φορούσε ένα ροζ παλτώ. Κι είχε και γάντια και γουνάκι, και κάλτσες φρέσκες μάλλινες φορέσει και ακόμη ένα σκυφτό και μελετημένο βλέμμα να ανοίγει τον δρόμο της προς την αγορά.
"Μη στραβοπατήσω, γι' αυτό κοιτάω κάτω... όταν μεγαλώνει ο άνθρωπος δεν τον απασχολεί ο ουρανός, γιατί ξέρει πια ότι τον έχει στο τσεπάκι. Ας κοιτάνε ψηλά οι νέοι που έχουν ένα λόγο παραπάνω κάτι να ευχηθούν και να γίνει."
- Βγήκα να σας βοηθήσω, της είπα. Φαντάζομαι πάτε στην Πιάτζα. Είναι και η μέρα σημαδιακή. Χρόνια σας πολλά.
- Ευχαριστώ, αλλά πολλά δεν θα είναι πια. Ας είναι τουλάχιστον γενναιόδωρα.
- Γενναιόδωρη είστε κι εσείς που θα μας φιλέψετε απόψε. Αλλά... πήγα να πω και κόμπιασα.
- Έλα πες το, με ενθάρρυνε.
-...αλλά γιατί το κάνετε αυτό; Δεν μας χρωστάτε κάτι.
- Το τι χρωστάει ο καθένας, άσε μόνος του να το βρει.
Περπατήσαμε μέχρι το παζάρι. Οι φωνές των μανάβηδων, των κτηνο - πτηνοτρόφων, των οινοπωλών σκεπάζανε τα λόγια μας. Την ευχαρίστησα που δέχτηκε να την συνοδεύσω.
- Δεν ήμουν πάντα καταδεκτική, με τα χρόνια έγινα, μου είπε αγοράζοντας ένα κουνέλι που ζήτησε να της το κάνουν μερίδες.
- Το κάνετε πεντανόστιμο, θυμάμαι…
- Αυτό είναι για την νύφη μου τη συχωρεμένη το 99, μου είπε. Της άρεσε πως το έκανε η μάνα της και το έμαθε. Εμένα δεν μου έδινε ποτέ την συνταγή. Ήθελε να τηνε ξέρει ΜΟΝΟ εκείνη, να τηνε μαγειρεύει στον Λούτσιο, να την αγαπάει όλο και πιο πολύ. Την ζήλευα που αγαπούσε τόσο τον άντρα της.
- Τον γιο σας, εννοείτε;
- Έπαψε να 'ναι γιος μου όταν παντρεύτηκε. Άντρας της ήτανε. Την ζήλευα αυτήν την γυναίκα. Όχι μόνο που πήρε τον καλύτερο, αλλά που ίσως και να τον αγαπούσε λίγο πιο πολύ από όσο τον αγάπησα εγώ.
- Γιατί το λέτε; Μην είστε σκληρή με τον εαυτό σας, της είπα σαν να μιλούσαμε για ένα τρίτο πρόσωπο.
- Σκληρή ήμουν μαζί της... Αλήθεια λέω. Τον άντρα μου εγώ δεν τον αγάπησα όσο αγάπησε αυτή η γυναίκα τον γιο μου. Κι αντί να την θαυμάζω την ζήλευα. Γι' αυτήν το κάνω τέτοιες μέρες το κουνέλι. Στην μνήμη της. Δεν έχω δει γυναίκα να αγαπάει πιο αφοσιωμένα από την Μόνικα. Εγώ κανέναν δεν αγάπησα έτσι.
- Μαγειρεύετε στην μνήμη της; ρώτησα με αληθινή απορία.
- Όλα τα μαγειρέματα μνημόσυνα είναι. Να το παστό τώρα είναι για την Φιλίππα.
- Την κόρη σας;
- Όχι αυτήν, αυτή ζει καλά κι ευτυχισμένη στο Πόρτο, την πεθερά μου, άλλη που της κακοφέρθηκα. Έκανε ένα παστό να μην θες να σταματήσεις να τρως... Αυτηνής της την τσίμπησα την συνταγή. Μόνη της πέθανε στα βουνά. Δεν ήθελε να κατέβει στην πόλη... "Εδώ που έζησα, εδώ να με βρει", έλεγε. Ο Χάρος εννοούσε. Για να τα λέμε με το όνομά τους τι να έκανε να έρθει κάτω; καμιά από τις νύφες της δεν την ήθελε. Μαζί κι εγώ. Την αφήσαμε να πεθάνει. Το κρίμα είναι κρίμα. Γι αυτήν το κάνω το παστό. Να μείνει κάτι από την ίδια πίσω.
Προχωρήσαμε προς τα ψαρικά.
Ψώνισε γαρίδες από τις μεγάλες.
- Και τις γαρίδες για ποιον τις μαγειρεύετε;
- Αυτές τις κάνω με το κρασί... Αρέσανε στην αδελφή μου. Πνίγηκε. Έπεσε στην θάλασσα να κολυμπήσει και την παρέσυραν τα ρέματα. Στον Ειρηνικό στην Αφρική. Εκεί την στείλαμε να αποτοξινωθεί από το ουίσκι. Πολύ ουίσκι. Ούτε η οικογένειά της δεν την ήθελε. Την κλείσαμε. Εγώ υπέγραψα. Η μάνα μου δεν θα την άφηνε να πάει εκεί μόνη. Κανείς δεν φταίει που πέθανε. Αλλά που δεν αγαπήθηκε από κανέναν μας αρκετά, φταίμε. Τέλος πάντων ξέρεις πόσο νόστιμες γίνονται οι γαρίδες όταν τις τσιγαρίζω και την σκέφτομαι;
Δεν ήθελα να ρωτήσω άλλα. Απλά την ακολουθούσα και κρατούσα τις βαριές σακούλες.
Μου είπε και για άλλα της κρίματα: για την μάνα της που όλο μαλώνανε (για αυτήν ήτανε η μηλόπιτα), μου είπε για την εξαδέλφη της από το Μπρίντιζι που της πήρε τον αγαπημένο της όταν ήτανε κορίτσια, κι ύστερα εκείνη πήρε χάπια και δεν τηνε προλάβανε, ήτανε δεν ήτανε 18 (για αυτήν μαγείρευε τα πανίνι με το σαφράν), μου είπε για τις εγγονές της που χάθηκαν πριν λίγα χρόνια σε τροχαίο έξω από την Νίκαια που σπουδάζανε.
- Η μία είχε το όνομά μου. Δεν με συγχώρεσαν ποτέ που δεν την ήθελα την μάνα τους για τον γιο μου. Η Βικτώρια, πιο πολύ μου κρατούσε θυμό σαν πέθανε η Μόνικα, ήτανε 14 και όταν πήγα να τις δω μου είπε: "Είσαι πολύ μοχθηρός άνθρωπος, γιαγιά..." Σε ποιον αρέσει η κριτική; Εμένανε ήτανε ο διάολός μου. Τι όμορφα κορίτσια, και πάνε άδικα κι αυτά. Τα λαχανάκια τα κάνω με προσούτο, γιατί τους τα έκανε η μάνα τους και είχαν να το λένε. Δεν τους τα μαγείρεψε κανείς, ξανά ποτέ, όταν την χάσανε.

Το βράδυ ήτανε όλα έτοιμα. Άπλωσε δυο πάγκους η Σιόρα Βικτώρια έξω από την πόρτα της και κατέβηκαν από τα σπίτια τους όλοι οι παραδιπλανοί. Όπως κάθε χρόνο οι γεύσεις συναγωνίζονταν η μια την άλλη. Η Μάιρα με ρώτησε: "Τι λέγατε τόσες ώρες με την κυρά μαγείρισσα όσο ψωνίζατε;"
Κούνησα το κεφάλι. Η Μάιρα ήξερε πως όταν κουνάω το κεφάλι και δεν απαντώ σημαίνει πως δεν είναι η στιγμή να πούμε κουτσομπολιά κι ιστορίες.
Τίποτα δεν θα της πω.
Κάθομαι να εδώ με τα μάτια μου καρφωμένα πάνω σε αυτήν την γυναίκα που παλεύει ανήμερα την μέρα που γεννήθηκε να συγχωρήσει τον εαυτό της για αυτά που η ίδια ονοματίζει κρίματα. Και μνημονεύει τις νεκρές της. Τις αντίζηλες, τις φίλες, τις αφρόντιστες, από την ίδια, δικές της γυναίκες. Ένα φως μου φάνηκε κάποια στιγμή να φωτίζει τα κουρασμένα της μάτια καθώς έβαζε σε ένα μικρό κορίτσι της γειτονιάς, λαχανάκια με προσούτο στο πιάτο του.
Κι όταν το βράδυ πλάι στην Μάιρα ονειρεύτηκα, είδα να έρχονται μια - μια οι πεθαμένες της στο καλντερίμι και να την αγκαλιάζουνε και να την φιλούν και να την συγχωρούν. Ξύπνησα σήμερα, πρωί και πήγα κάτω στην Πιάτζα, στ' ανθοπωλεία. Πήρα ένα ροζ τριαντάφυλλο σαν το παλτό της και το πήγα έξω από την πόρτα της. Παραμόνεψα και ως τις 10 βγήκε να πάει κάπου. Την είδα να σκύβει και να το σηκώνει. Λες να σκέφτηκε πως της το έστειλαν οι νεκρές της; Να της δείξουν πως την συγχωρούν; Λες;
Πάντως κοίταξε ψηλά μετά στον ουρανό πάνω από τη Φαέντζα που ήταν λαμπερός και μπλε. Αυτό το χρώμα το βαθύ θα είναι πια, για μένα, το χρώμα της συγνώμης.
Ίσως και για την Σιόρα Βικτώρια.
Μακάρι.

Τα δυο δάκρυα...

  Από τη γη δύο δάκρυα, θερμά μαργαριτάρια ανέβηκαν  και στάλαξαν στου Πλάστη τα ποδάρια.
 Κι’ είπε το πρώτο τρέμοντας στο Θείο Θρόνο
 Εμένα...