Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2019

Ο ουρανός πάνω από την Ισλανδία.




1. Θα το μεγάλωνε μόνος. Του είχε γίνει πατέρας, μητέρα, αδελφός και αδελφή. Αδελφή βέβαια ήταν, αλλά στην μικρή πόλη που όλα μαθαίνονται αυτό δεν είχε μαθευτεί. Είχε δεν είχε έξι μήνες εκεί μαζί με τον τρίχρονο Ισαάκ, από το τέλος του περασμένου Χειμώνα. Το σπίτι τους ήταν στο κέντρο, μικρό αλλά ευρύχωρο για δύο τόσο αυτάρκεις άντρες όσο ο Αβραάμ κι ο γιος του. Τον ονόμασε Ισαάκ από την Βίβλο. "Δεν με λένε έτσι αλλά μ’ αρέσει" του είπε ο μικρός. Δεν είχε βέβαια σκοπό να τον θυσιάσει, ούτε καλοήξερε την ιστορία, αλλά θυμόταν πως ο Ισαάκ επέζησε. Άσε που μια πράξη θυσίας είχε ήδη γίνει. Θυσίασε πολλά από την προσωπική του ζωή για αυτόν τον, μάλλον περιζήτητο, μπόμπιρα. Πιο πολύ τον είχε πειράξει που είχε αποχωριστεί τον Σβεν, ενώ ήταν ακόμη μαζί του ερωτευμένος. Του έστειλε είναι η αλήθεια μια καρτ ποστάλ από την μικρή πόλη που έγραφε: "Είμαι καλά, σε σκέφτομαι, αλλά θα μείνω μακριά σου για όσο χρειαστεί. Ελπίζω να μην με χρειαστείς και δεν είμαι εκεί." Μάλλον δεν θα τον χρειαζόταν ποτέ πια. Η κάρτα γύρισε πίσω λίγες μέρες μετά με την σφραγίδα "Απεβίωσε" Ναι. Δεν γινόταν πια αυτό να το αλλάξει. Και δεν μετάνιωσε που έκλεψε το παιδί και την κοπάνησε... Ο θάνατος του Σβεν τον επιβάρυνε. Αλλά του έδινε χαρά αυτή η νέα ζωή με τον μικρό. Τον γλύτωσε από το αλκοόλ, τα ντραγκς, τις ευκαιριακές ιστορίες μιας νύχτας, τον τζόγο. Δούλευε πια από το σπίτι κι ετοίμαζε τις δουλειές των πελατών του στον υπολογιστή. Τις έστελνε με μέιλ. Πληρωνόταν αρκετά, έβγαινε σπάνια και πάντα με τον μικρό. Η μικρή πόλη 300 χιλιόμετρα έξω από το Ρέυκιαβικ τους είχε υποδεχτεί φιλόξενα. Τους πήραν για πατέρα και γιο και διακριτικά ελάχιστοι ασχολήθηκαν με το τι απέγινε η μητέρα.
- Έφυγε πολύ νωρίς, απαντούσε και το βούλωναν κι οι πιο περίεργοι.
Ο μικρός τον λάτρευε. Τα παιδιά σε αυτήν την ηλικία ξεχνάνε το κακό όταν έρθει το καλό. Φτάνει να δίνουν και να παίρνουν αγάπη. Αλλά και τα τραύματα σε αυτή την ηλικία μένουν για αργότερα και πολύ αργότερα ανοίγουν πάλι. Το αργότερα θα αργούσε. Ως τότε ο Αβραάμ είχε να ασχοληθεί με τον τρόπο που ένα παιδί χωρίς μητέρα θα μεγαλώσει καλά. Ακόμη κι εκείνος είχε αρχίσει να ξεχνάει εκείνη την νύχτα, μαζί με τον Ισαάκ.
Κάποιοι όμως δεν την ξέχασαν. Και όπως γίνεται συνήθως σε αυτές τις ιστορίες η χαρά κρατάει λίγο. Για να δούμε.

2. Ήταν λίγο πριν τα Χριστούγεννα που η πόρτα του Αβραάμ χτύπησε, ένα παγωμένο σούρουπο, που όλοι οι γείτονες είχαν κρυφτεί από νωρίς στα ζεστά σπιτάκια τους. Η κομψή κυρία με την γούνα, δεν του ήταν άγνωστη και συνοδευόταν από τρεις σωματώδεις αλλά καλοντυμένους άντρες. Ο μικρός Ισαάκ έπαιζε στην σοφίτα της λιλιπούτειας μονοκατοικίας, που ήταν και το δωμάτιό του. Είχε όμως μάθει από τον νέο του μπαμπά πως όταν ακούει το κουδούνι, θα σταματάει το παιχνίδι αμέσως και θα μπαίνει μέσα στο κρεβάτι του όποια ώρα της ημέρας κι αν συμβεί αυτό. Το είχανε συμφωνήσει και ο τρίχρονος Ισαάκ τηρούσε τον λόγο του. Ησυχία απόλυτη λοιπόν απλωνόταν στο σπίτι, όταν η πόρτα άνοιξε.
Πολύ γρήγορα ο Αβραάμ κατάλαβε πως οι επισκέπτες στόχευαν να αποσπάσουν με χαρτιά που διέθεταν ως πειστήρια και μια φωτογραφία του μικρού που κρατούσαν , το παιδί από τον πατέρα.
- Δεν είναι δικό σας παιδί, αυτό το αγοράκι, και αν δεν θέλετε να μπλέξετε άσχημα με τον νόμο, θα ήταν φρόνιμο να μας παραδώσετε τον μικρό Έρνεστ, για να γυρίσει στην πραγματική του οικογένεια.
- Καταλαβαίνω την αγωνία σας αλλά το παιδί μου που το λένε Ισαάκ, πρώτον δεν είναι παιδί κάποιου άλλου και δεύτερον από χτες ήδη βρίσκεται στης μητέρας του που ζει χιλιόμετρα μακριά. Ξέρετε μπορεί να έχω αναλάβει την Κηδεμονία μετά το διαζύγιό μας, αλλά τις Γιορτές, η Μάργκαρετ παίρνει τον Ισαάκ για λίγες μέρες.
Η πόρτα της σοφίτας έκλεισε ανεπαίσθητα. Το βλέμμα του Αβραάμ συναντήθηκε με του Ισαάκ και μετά όλα έσβησαν.
Τα όσα ακολούθησαν ήταν αποσπάσματα από γκανγκστερική ταινία. Ούτε ο ίδιος κατάλαβε γιατί να πει αυτό το ανόητο ψέμα, γιατί να εκτεθεί τόσο σε αγνώστους, γιατί να μην είναι πιο καχύποπτος και να μην εγκαταλείψει για πάντα την χώρα του, μαζί με το παιδί. Πάντως βρέθηκε γρονθοκοπημένος, δεμένος και φιμωμένος σε μια καρέκλα του σπιτιού, όταν ο ένας από τους τρεις γορίλες που χτένισε το σπίτι, κατέβηκε και από την σοφίτα λέγοντας:
- Πουθενά σε αυτό το γαμημένο κουκλόσπιτο δεν υπάρχει παιδί. Τι κάνουμε;
Η γυναίκα που ήταν πιο σοφή από τους άντρες είπε:
- Μάλλον θα πρέπει να ελεγχθούν καλύτερα οι πληροφορίες, ωστόσο μην διανοηθείτε να του πειράξετε ούτε τρίχα. Κανείς δεν μας είδε να μπαίνουμε, κανείς δεν θα μας δει να βγαίνουμε και ένας ακόμη νεκρός μάλλον θα δυσκολέψει τα πράγματα. Λύστε τον και αφήστε τον να κυλήσει στο πάτωμα. Όταν συνέλθει, μόνο λίγοι μώλωπες θα μαρτυρούν πως το κακό όνειρο που είδε, ήταν λίγο παραπάνω αληθινό από όσο συνηθίζεται.
Έτσι έγιναν τα πράγματα και ο Αβραάμ συνήλθε όντως λίγες ώρες μετά σε ένα αναστατωμένο σπίτι. Ανέβηκε με άσχημο πονοκέφαλο στην σοφίτα νοιώθοντας πως αυτό που θα αντίκριζε θα ήταν πολύ κακό. Αντίθετα όμως, ο Ισαάκ κοιμόταν σαν αγγελούδι στο κρεβάτι του. Το δωμάτιο του μικρού ήταν αναστατωμένο, αλλά πάντα ένα δωμάτιο τρίχρονου παιδιού είναι κάπως έτσι.

3. Τις επόμενες μέρες ο Αβραάμ κι ο Ισαάκ δεν βγήκαν από το σπίτι. Το χιόνι που ακολούθησε εκείνη την νύχτα ήταν τόσο πολύ λες κι ο ουρανός πάνω από την Ισλανδία είχε πραγματικά βαλθεί να κουκουλώσει τα πάντα. Χιόνισε τόσο που σχεδόν ερήμωσε η μικρή στολισμένη χριστουγεννιάτικα πόλη και ψυχή δεν έβλεπες στους δρόμους. Η τροφοδοσία σε κάθε νοικοκυριό έγινε την πρώτη μέρα και τα δύο αγόρια στο σπιτάκι αντίστοιχα είχανε φροντίσει για τα πάντα. Επίσης διπλοκλειδαριές τοποθετήθηκαν άμεσα παντού. Ο Αβραάμ την Παραμονή μόνο των Χριστουγέννων μπόρεσε να κοιτάξει τον Ισαάκ στα μάτια και το βράδυ μετά το εορταστικό δείπνο να τον ρωτήσει.
- Θα μου πεις τώρα που κρύφτηκες;
Του έκλεισε το μάτι και το πρησμένο του φρύδι τον έκανε κάπως μελοδραματικό. Ο μικρός Ισαάκ χωρίς κουβέντα πήρε τον Αβραάμ από το χέρι. Ανεβήκανε στην σοφίτα, ο μικρός πλησίασε το παράθυρο και έδειξε στον νέο του πατέρα τον ουρανό.
Το βράδυ κοιμηθήκανε αγκαλίτσα γιατί ο Αβραάμ ήτανε κάπως ταραγμένος κι αμήχανος και από την άλλη δεν ήθελε να αποχωριστεί τον τρυφερό του νέο γιο. Σαν συνονθύλευμα ήρθε στο όνειρό του ότι είχε ως τώρα συμβεί. Το μικρό παιδί μέσα στο καζίνο του Ρέυκιαβικ να κοιμάται σε ένα βελούδινο καταπράσινο καναπεδάκι, μια γυναίκα με κόκκινη εσάρπα που μπροστά στα μάτια του ετοιμαζόταν να πουλήσει αυτό το αγοράκι στην κυρία με την γούνα που τον επισκέφτηκε τις προάλλες, η επιταγή με το ποσό της αγοράς, η ρουλέτα που γύριζε σαν τρελή, τα πρωτοπαλλήκαρα της κυρίας ντυμένα λαγουδάκια, ο Σβεν ο εραστής του, που είχε μεσολαβήσει γι αυτήν την αγοραπωλησία με μάτια κατακόκκινα από το ρούμι και λίγο αίμα να κυλάει από τα χείλη του, πιο όμορφος από ποτέ, οι γραμμές της κοκαΐνης σε ένα ασημένιο πιάτο με το οποίο ο Άγιος Βασίλης του Καζίνου κερνούσε τους θαμώνες. Όταν τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν ο Άγιος παρότρυνε με ένα νεύμα να αρπάξει το παιδί και να εξαφανιστεί, την ώρα που όλοι ήταν απασχολημένοι με την αγοραπωλησία. Το πρόσωπο του Άη Βασίλη το ξαναείδε και πιο μετά, πλάι στο αυτοκίνητο του Αβραάμ παρκαρισμένο έξω από τον Σταθμό των τραίνων. Η αποβάθρα του σταθμού γεμάτη κόσμο που θα ταξίδευε για τις γιορτές. Εκείνος κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του τον Ισαάκ κι ο ηλικιωμένος με την λευκή γενειάδα του είπε: "Έχεις το δικαίωμα να θυσιάσεις τον Αβραάμ για να σώσεις τον Ισαάκ, αλλά αυτό δεν είναι υποχρέωση. Θα γίνει μόνο, αφού το κάνεις. Εμένα κάποτε ο Ουρανός με βοήθησε, θα βοηθήσει κι εσένα." Την ώρα που πλησίαζαν αγριεμένα τα υπερφυσικά λαγουδάκια απειλητικά προς το μέρος τους, ο Αβραάμ έκρυψε μέσα στην αγκαλιά του τον Ισαάκ και κοίταξε ψηλά. Στον ουρανό πετούσε ένα μπαλόνι τόσο κόκκινο, όσο και η εσάρπα της γυναίκας που πριν λίγο θα πουλούσε το παιδί, με την μεσολάβηση του Σβεν. Ο Άγιος έβγαλε την κόκκινη στολή του μπροστά στα έκπληκτα λαγουδάκια και έμεινε γυμνός. Σαστίσανε. Το τραίνο ξεκίνησε και μέσα σε αυτό ο Αβραάμ με τον κοιμισμένο Ισαάκ στην αγκαλιά του. Όλα απομακρύνθηκαν πια από τα μάτια του και χάθηκαν στον βραδινό ορίζοντα. Ίσως και να ήταν η πρώτη φορά που ο μικρός έμπαινε σε τραίνο. Όταν άνοιξε τα μάτια του κι αντίκρισε τον νέο του πατέρα χαμογέλασε:
"Τελικά πήραμε το τραίνο;" τον ρώτησε. Η νύχτα ήταν τόσο άσπρη, ίσως γιατί ο Ουρανός πάνω από την Ισλανδία δεν νυχτώνει πραγματικά ποτέ. Πρωί έφτασαν στην μικρή πόλη, αλλά κάπου εδώ η ιστορία έρχεται εκεί που ξεκίνησε. Και τα υπόλοιπα τα ξέρετε ε; Μην τα ξαναλέμε.

4. Σήμερα το πρωί, ο Αβραάμ κι εγώ ευχηθήκαμε ο ένας στον άλλον «Καλά Χριστούγεννα». Σε λίγο καιρό δεν θα μένω πια με τον μπαμπά μου. Θα σπουδάζω Λογοτεχνία στο Παρίσι. Ο μπαμπάς λέει πως μάλλον είναι άχρηστες αυτές οι σπουδές. Εγώ όταν μιλάει κοιτάζω ψηλά. Και τον αφήνω να τελειώσει. Καταλαβαίνω πως για τον μπαμπά μου έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία η πραγματικότητα από τις επινοημένες ιστορίες. Αλλά έχω σκοπό σε λίγο να του διαβάσω το πρώτο μου διήγημα: «Ο ουρανός πάνω από την Ισλανδία». Νομίζω τελικά να τον πείσω πως έχω δίκιο.

Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2019

Η πόρτα.



Να έχεις τίποτα άλλο παρά μόνο την πόρτα! Και να αρκεί αυτό για να είσαι νοικοκύρης.
Και να φωτογραφίζεσαι σαν νοικοκύρης. Ο νεαρός την έστησε όρθια την πόρτα του και περιμένει να έρθει και το σπίτι.
Είναι βέβαιος, το διαβάζω στα μάτια του και στην κορμοστασιά του!
Στη ζωή μου εγώ πάλι πολλές φορές είχα το σπίτι μεν, αλλά χωρίς την πόρτα, χωρίς την πίστη και τη διέξοδο.
Συχνά είχα πολλά, και περισσότερα από όσα χρειαζόμουν ακόμα, χωρίς να το γνωρίζω, ψάχνοντας στη ζωή μου τα κενά, και κρατώντας μόνο αυτά σαν σημαντικά…
Συνειδητοποιώ πόσο τελικά η ζωή είναι ένα ταξίδι δημιουργίας, όπου από αυτό που σου λείπει αναδύεται ίσως ένα από τα υπέρτατα δώρα της… το κουράγιο.

Σήμερα είναι μια τέλεια μέρα που με οδηγεί να αναζητήσω στα κενά της ζωής μου, να ψάξω αυτά που δεν έμαθα ακόμα!

Από την Ακαδημία Παιδικής Ηλικίας


Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2019

Επίτηδες.




11 Δεκέμβρη

«Παιδί μου θα το κόψω!
Λέω να το κόψω το δέντρο πριν τις Γιορτές. Την τίναξε την πλάκα και πρέπει να το κόψουμε. Ποιος το περίμενε; Ήταν μια σταλιά πριν λίγα χρόνια. Πως μεγάλωσε έτσι; Έπινε πολύ νερό βλέπεις γιατί ήταν δίπλα στη βρύση. Παιδί μου πρέπει να το κόψω... θα ραγίσει το σπίτι. Η μάνα σου δεν ήθελε να το πειράξω, αλλιώς εγώ θα το 'χα "μαζέψει" από το '12. Αλλά το θεωρούσε γρουσουζιά. Της άρεσε να κοιμάται τα Καλοκαίρια στη σκιά του. Να το στολίζει έξω τα Χριστούγεννα, να το χαζεύουνε οι περαστικοί. Σάμπως περνάει πια κανείς από δω; Κι εσύ ακόμα δεν έρχεσαι. Λιγόστεψαν κι οι γείτονες.
Δεν μπορώ να ζω πια κάτω από το δέντρο, παιδί μου.
Ε! Γιορτές έρχονται. Θα το κόψω να το βάλω μέσα. Να έρθεις κι εσύ να το στολίσουμε, που σου αρέσει και που χάθηκες λίγο. Να έρθεις κι εσύ, να έτσι, λίγο να σε δω ε;»

18 Δεκέμβρη

Πάει βδομάδα, παιδί μου, που σου τηλεφώνησα. Και δεν μιλήσαμε.
Το σκέφτηκα. Μη και μου έχεις θυμώσει. Που είπα να το κόψω. Ε! δεν θα το έκοβα χωρίς να σε ρωτήσω… Και σε ρώτησα. Αλλά δεν έδωσες σημάδι τι να κάνω. Μπαίνουνε στο σπίτι νερά. Το είπε κι ο μηχανικός που ήρθε για τα στατικά. «Το δέντρο εκεί έξω, είπε, θα την πετάξει την πλάκα. Έχει μεγαλώσει πολύ. Να το κόψετε.»
Θα ρωτήσω πρώτα το παιδί μου, του είπα. Και περιμένω. Έφτιαξα σούπα σήμερα. Κολοκυθόσουπα που σου αρέσει. Που είναι αύριο Κυριακή. Κι ίσως να κλέψεις λίγο χρόνο να πεταχτείς. Να έρθεις παιδί μου, να το δεις και με τα μάτια σου. Πόσο πολύ μεγάλωσε. Και πως το καλύτερο είναι να κοπεί. Το πιο μεγάλο μέρος θα το κάψω. Στο τζάκι. Και το υπόλοιπο, ως την κορφή θα το στολίσω. Αλλά να μην περάσουνε κι οι γιορτές, μαζί να το στολίσουμε ε;. Μέσα, όχι έξω αυτήν την φορά. Ποιος να το δει έξω; Κανένας δεν περνάει πια. Κι εσύ ακόμα δεν έρχεσαι. Λιγόστεψαν κι οι γείτονες. Μην τα λέω και τα ξαναλέω.
Θα το κόψω!

24 Δεκέμβρη

Χρόνια πολλά παιδί μου.
Δεν ήρθες. Και το έκοψα. Και μοναχός μου το στόλισα. Αν έρθεις να το βρεις μέσα πια. Στο σαλόνι, εκεί δίπλα στο παράθυρο. Που καθότανε η μάνα σου; Απέναντι. Να φαίνεται απ’ έξω. Να αναβοσβήνουν τα φωτάκια. Να σε περιμένουν. Ξέρω αυτά τα μεγάλα ταξίδια με την εταιρία σου κρατάνε πολύ. Αλλά τα Χριστούγεννα ήρθανε, να τους πεις. Κι έχω κι έναν πατέρα που με περιμένει. Αλλά αν σε βαραίνω κι εγώ με τα δικά μου, πάλι πες το μου. Εμένα, μου φτάνει μόλις γυρίσεις και βρεις το μήνυμα να μην αργήσεις. Κι εγώ θα το κρατήσω στολισμένο, παιδί μου, ως το τέλος. Να σε υποδεχτεί.
Πάρε με μόλις πας σπίτι. Ε! δεν σου είναι και κόπος να φτάσεις από το Κέντρο, ίσαμε δω. Μια ώρα δρόμος. Εγώ στρωμένα θα έχω. Να ξαπλώσεις δίπλα στο δέντρο. Να το χαρείς!

31 Δεκέμβρη

Θα αλλάξει ο χρόνος απόψε, παιδί μου. Τόσο πολύ σε πείραξε που το έκοψα. Ε! μάθε το… Δεν το έκοψα. Έτσι στο είπα για να σηκωθείς και να ‘ρθεις. Έξω το στόλισα πάλι. Κι ας την πετάξει την πλάκα. Κι ας πέσει το σπίτι. Τι να το κάνω ολόκληρο σπίτι, άδειο;
Τώρα που σου είπα την αλήθεια, έλα! Κατάλαβες πως με έχει φάει να σε δω. Ήρθανε ανήμερα τα Χριστούγεννα η Σόνια κι η κόρη της και φάγαμε. Αλλά τι να τις κάνω; Τις βαριέμαι. Όλο τα ίδια και τα ίδια. Με ρώτησαν για σένα. Έχει ταξίδια, είπα. Απανωτά. Πρωτοχρονιά συνήθως μου έρχεται. Ε! δεν τους αφήνουνε να αλλάξουν χρόνο στα Εμιράτα. Με τους αλλόθρησκους. Τι να πω; Αφού ξέρεις εγώ σε καλύπτω μια ζωή. Και με την μάνα σου το έκανα και πάντα θα το κάνω. Αφού καταλαβαίνω πως θες να ζήσεις και να κάνεις τα δικά σου. Αλλά πόσο μακριά είσαι πια; Αν οδηγούσα θα ερχόμουνα εγώ. Αλλά το κέντρο το φοβάμαι. Δεν το γνωρίζω πια. Εδώ στους απέναντι σηκώνομαι να πάω και το σκέφτομαι.
Που λες δεν το ‘κοψα. Όπως τα άφησες όλα είναι εδώ. Να σε τρομάξω ήθελα. Να σε φέρω. Έλεγα μέσα μου αν έρθει θα χαρεί που θα το βρει στην πόρτα πάλι, έξω κι όχι μέσα και θα μου πει: Τι πονηρός που είσαι μπαμπά; Καυσόξυλα το έκανες το δέντρο για να με φέρεις. Έκπληξη ήθελα να σου κάνω. Και τώρα αφού δεν σου την έκανα, θες να μου την κάνεις εσύ;

1 Γενάρη

Κοίτα γιε μου. Το δέντρο δεν το έκοψα. Αλλά το αλκοόλ το έκοψα. Τα πέταξα όλα τα μπουκάλια έξω. Πρωτοχρονιά. Να μπει καλά ο χρόνος όπως σου υποσχέθηκα. Ξέρω θα μου πεις: «Πατέρα, τα ίδια έλεγες και πέρυσι. Και το έκοψες για ένα μήνα. Και μετά πάλι τα ίδια. Και δεν μπορώ να σε βλέπω έτσι, πατέρα». Και με συγχώρεσες. Αλλά δεν ήταν Πρωτοχρονιά. Είναι αλλιώς Πρωτοχρονιά. Μόνος εδώ. Και να μην πίνω. Είναι αλλιώς. Το έκοψα το ουίσκι, παιδί μου. Να ρώτα και την κυρία Σόνια, που με βοήθησε, κι είναι εδώ τώρα να σου πει. «Πες Σόνια» - «Ναι αλήθεια λέει, το έκοψε, χτες βράδυ που αλλάξαμε χρόνο μαζί σταγόνα δεν ήπιε. Αλήθεια λέει, το έκοψε. Όχι το δέντρο. Το ουίσκι έκοψε. Να έρθετε». Την άκουσες παιδί μου; Καλή χρονιά παιδί μου. Σε περιμένω.

2 Γενάρη

«τουτ… τουτ… τουτ…»

3 Γενάρη

«τουτ… τουτ… τουτ…»

4 Γενάρη

«Τουτ… τουτ… τουτ…»

6 Γενάρη

«Σας καλώ από το σπίτι του πατέρα σας. Δεν ξέρω αν θα λάβετε έγκαιρα αυτό το μήνυμα. Ο μπαμπάς σας είναι στο Νοσοκομείο. Έκοψε τα χέρια του με ένα ποτήρι. Ήπιε πάλι. Κρίμα. Ήπιε και μετά το έσπασε το ποτήρι. Και κόπηκε. Επίτηδες κόπηκε. Τον βρήκαμε σήμερα η κόρη μου κι εγώ. Η Σόνια είμαι από απέναντι. Ήτανε καλός άνθρωπος… Είναι… Αν θέλετε βιαστείτε. Μας είπε πως μένετε στο Κέντρο, ίσως όχι και πολύ μακριά από το Νοσοκομείο. Στον Ευαγγελισμό τον έχουνε. Πρώτος όροφος. Β’ Παθολογική. Μακάρι να ακούτε.»

7 Γενάρη

«Χρόνια Πολλά. Σας καλούμε από τον Ευαγγελισμό, από την Κλινική… Τουτ!»

- Νομίζω το έκλεισαν, όχι κατά λάθος. Άφηνα μήνυμα στον τηλεφωνητή και κόπηκε η γραμμή. Εντάξει, εντάξει θα ξανακαλέσω. Αλλά σας λέω μου το έκλεισαν κατάμουτρα. Καλά, καλά, ξανακαλώ.

«Ναι; …Τουτ!»

- Κόπηκε πάλι!!! Είναι σίγουρο. Το κάνουν επίτηδες.






Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2019

Το αυγό του Αλέξανδρου.



«Ο Αλέξανδρος γεννήθηκε με στρεβλωμένο σώμα, ήταν ήπιας μορφής αυτιστικό παιδί. Στην ηλικία των δώδεκα ετών ήταν ακόμη στη Δευτέρα Δημοτικού κι έμοιαζε ανίκανος να μάθει. Η δασκάλα του φρόντισε να γίνει … ιεραπόστολος. Να μη μείνει σε αυτό, που το Υπουργείο τους έχει πει να μάθουνε ή να μη μάθουνε, για να μην το διδάξουνε.
Η δασκάλα αυτή ήταν πιστή κοπέλα, πραγματική ιεραπόστολος.
Μία μέρα ο Αλέξανδρος την πλησίασε κουτσαίνοντας και της φώναξε «σ΄ αγαπώ κυρία». Εν τω μεταξύ είχε φτάσει η άνοιξη κι όλα τα παιδιά μιλούσαν με ενθουσιασμό για το Πάσχα που θα ερχόταν…
Η κυρία έδωσε σε καθένα από τα παιδιά ένα μεγάλο πλαστικό αυγό και τους είπε: «Θέλω να το πάρετε αυτό στο σπίτι σας κι αύριο να το φέρετε πίσω, αφού, όμως, βάλετε μέσα κάτι, που να δείχνει δημιουργία και νέα ζωή».

Το επόμενο πρωί είκοσι παιδιά ήρθαν στο σχολείο γελώντας και μιλώντας καθώς τοποθετούσαν τα αυγά τους στο μεγάλο καλάθι μπροστά στην έδρα της κυρίας τους.
Σε λίγο ήρθε η ώρα, για να ανοίξουν τα αυγά. Στο πρώτο η δασκάλα βρήκε ένα λουλούδι. «Ναι, το λουλούδι οπωσδήποτε είναι σημάδι νέας ζωής», είπε η δασκάλα και συνέχισε λέγοντας «Μπράβο Μαρία!» στη μαθήτρια, που εν τω μεταξύ είχε σηκώσει το χέρι της δηλώνοντας ότι το αυγό είναι δικό της.
Το επόμενο αυγό περιείχε μια πεταλούδα, η οποία, όμως, έδειχνε πολύ ζωντανή. Η δασκάλα σήκωσε το αυγό ψηλά: «Όλοι γνωρίζουμε, ότι η κάμπια αλλάζει και «μετασχηματίζεται» σε μια όμορφη πεταλούδα. Πράγματι, αυτό είναι νέα ζωή, επίσης» είπε η δασκάλα.
Μετά η δασκάλα άνοιξε το τρίτο αυγό. «Τα έχασε». Τα αυγό ήταν άδειο. Σίγουρα θα είναι του Αλέξανδρου, σκέφτηκε. Φυσικά δεν κατάλαβε τι έπρεπε να πράξει εκείνη τη στιγμή. Επειδή δεν ήθελε να τον ντροπιάσει, άφησε το αυγό στην άκρη και σήκωσε το χέρι για να πάρει άλλο.
Ξαφνικά ο Αλέξανδρος πετάχτηκε. «Κυρία, δε θα πείτε τίποτα για το αυγό μου;» Ταραγμένη η δασκάλα απάντησε:
«Μα, μα Αλέξανδρε, το αυγό σου είναι άδειο!».
Εκείνος την κοίταξε μέσα στα μάτια και της είπε με απαλή φωνή:
«Ναι κυρία, μα και του Χριστού ο τάφος ήταν κι αυτός άδειος».

Ο χρόνος σταμάτησε. Η δασκάλα προσπάθησε να συνέλθει. Λίγη ώρα μετά ρωτά τον Αλέξανδρο: «Εσύ ξέρεις γιατί ο τάφος ήταν άδειος;» κι εκείνος απαντάει: «Ναι, το Χριστό τον σκότωσαν και τον έβαλαν εκεί, όμως, μετά αναστήθηκε. Αυτό δε δείχνει τη νέα ζωή;»

Το κουδούνι για το διάλειμμα χτύπησε κι ενώ τα παιδιά έτρεχαν με ενθουσιασμό για την αυλή του σχολείου, η δασκάλα έκρυψε το πρόσωπό της. Και έκλαψε....

Τρεις μήνες αργότερα ο Αλέξανδρος έφυγε από τη ζωή… Όσοι συμμετείχαν στην κηδεία του, είδαν με έκπληξη πάνω στο φέρετρό του… είκοσι αυγά. Όλα ήταν άδεια....








Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2019

Η αγάπη θα επιστρέφει...


Λίγο πριν το τέλος της ζωής του, ο Φραντς Κάφκα έζησε μια πρωτόγνωρη εμπειρία. Καθώς περπατούσε στο πάρκο Στέγκλιτζ στο Βερολίνο, συνάντησε ένα κοριτσάκι που έκλαιγε απαρηγόρητο γιατί είχε χάσει την κούκλα της.

Ο Κάφκα προσφέρθηκε να το βοηθήσει να βρει την κούκλα της, όμως μην μπορώντας να την βρει, σκέφτηκε ένα τέχνασμα για να πάρει την λύπη από το μικρό κοριτσάκι.

Έγραψε ένα γράμμα, δήθεν προερχόμενο από την κούκλα της μικρής και της το έδωσε:

«Σε παρακαλώ μην κλαις για εμένα, έφυγα σε ταξίδι για να γνωρίσω τον κόσμο. Θα σου ξαναγράψω σύντομα για να σου διηγηθώ τις εμπειρίες μου».

Κάθε φορά που εκείνος και το κοριτσάκι συναντιόντουσαν, της διάβαζε προσεκτικά τα γράμματα που περιέγραφαν τις φανταστικές ιστορίες της κούκλας. Το κοριτσάκι παρηγοριόταν και αδημονούσε κάθε φορά για νέα από την κούκλα.

Ο καιρός περνούσε και όταν ήρθε η στιγμή να αποχωριστούν, ο Κάφκα έκανε δώρο στο κοριτσάκι μια κούκλα, που ήταν όμως εντελώς διαφορετική από την αρχική.

Η καινούρια κούκλα, έφερε επάνω της ένα συνοδευτικό σημείωμα που έλεγε:

«Εγώ είμαι! Τα ταξίδια μου με άλλαξαν.»

Μετά από χρόνια, το κοριτσάκι που είχε γίνει πια μεγάλη γυναίκα, βρήκε ένα κρυμμένο σημείωμα μέσα στην κούκλα που της είχε δωρίσει ο Κάφκα:

«Κάθε τι που αγαπάς πολύ πιθανόν μια μέρα να το χάσεις, όμως στο τέλος, έστω με διαφορετική μορφή, η αγάπη θα επιστρέφει».


πηγή K. Dikepsy

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2019

Μια παλιά φωτογραφία.


Σαν σήμερα γεννήθηκε σε μια φτωχική γειτονιά, ένα κοριτσάκι.
Κατά γενική ομολογία δεν ήταν όμορφο κοριτσάκι, αλλά ήταν χαρούμενο, σκερτσόζικο, χαριτωμένο για του λόγου το αληθές εδώ μια φώτο από τα δεύτερα γενέλθιά μου στην αγκαλιά της μητέρας και του πατέρα, μη πείτε που είναι η τούρτα; και που υπάρχει φώτο πολύ μου είναι.
Χρόνια μου καλά λοιπόν !!




Η ανάρτηση έγινε γιατί αγαπώ αυτή

την φωτογραφία και ήθελα να ταξιδέψει

στις θάλασσες του διαδικτύου.

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2019

Παυσιλίπον .


Λαυρέντης Μαχαιρίτσας





Ήταν ο τραγουδοποιός μιας μπερδεμένης και δύσκολης εποχής. 

Το " παυσίλιπον" είναι μακρά το πιο ενδεικτικό δείγμα, 


Σας το έφερα να το γνωρίσετε όσοι δεν το έχετε ακούσει
Πως γίνεται ένα τραγούδι να είναι
και βαθιά πολιτικό μα και βαθιά ερωτικό;

Κι όμως γίνεται...





Καλό ταξίδι Λαυρέντη να περνάς καλά εκεί πάνω!!


Τετάρτη 28 Αυγούστου 2019

Τα κόκκινα δέντρα.






Τα Κόκκινα Δέντρα τα είδα δεύτερη φορά σε μια φωτογραφία κι είπα "Φωτομοντάζ". Δεν ήμουν και πολύ καλά. Μετά ταξίδεψα μέχρι την Αφρική για να τα ξαναδώ. Χριστούγεννα ήταν και Καλοκαίρι, τούμπα όλα, ένας κόσμος ανάποδα κι εκεί που περπατούσα νάτα ζωντανά αυτήν την - τρίτη - φορά... Και το Φωτομοντάζ το έκανε με αναίδεια η φύση εκεί μπροστά μου και στα καλά καθούμενα. Είπα μέσα μου: Να ένας λόγος να ζήσω, τα Κόκκινα Δέντρα.

Εκείνη την εποχή μια Ευχή Θανάτου με σημάδευε.
Δεν έβρισκα νόημα.
Όσο κι αν μ' αγαπούσαν, εγώ ζητιάνευα αγάπη. Και δεν δεχόμουνα την τρέχουσα προσφορά, όχι γιατί δεν μπορούσα να την αναγνωρίσω, ούτε γιατί δεν μου έφτανε. Αλλά γιατί γούσταρα να περιφρονώ. Η Περιφρόνηση είναι μια επίκτητη ιδιότητα που την φοράει ο άνθρωπος όταν θυμώνει, όταν φοβάται κι όταν λυπάται. Εγώ είχα κι απ' τα τρία.
Πρώτα απ' όλα ήμουν πολύ χοντρή. Μια ανικανοποίητη χοντρή γυναίκα που είχε ξεχάσει μέσα στην δυσμορφία της το αληθινό της σώμα. Το στόμα μου είχε γίνει ένα ξερό πηγάδι που κατάπινε τα πάντα. Κι αυτό με έκανε απλά δυστυχισμένη. Είχα σχεδόν εξαρτηθεί από την δυστυχία. Έπινα κιόλας. Ασταμάτητα.
Μετά ήμουν μεγάλη πια, πενηντάρα κι ως εκ τούτου πραγματικά αβέβαιη για το αν θα μπορούσα να γίνω καλά. Άσε που δεν είχα και καμιά βεβαιότητα πως ήμουν χάλια. Ε και; έλεγα. Η πρώτη είμαι η τελευταία που έχει φορτώσει χρόνια και κιλά; Άλλά όσο κι αν εξηγούσα με ανορθόδοξο τρόπο το παρόν μου τίποτα δεν μου χάριζε την χαρά της ασφάλειας, της προστασίας, της φροντίδας. Αμφισβητούσα όχι μόνο κάθε πιθανότητα να αρέσω στους άλλους, αλλά και την δυνατότητα να γεράσω καλά. Η φυσική φθορά με παρέλυε. Κατάρα είναι ο φόβος..
Τέλος πέρα από Λύπη και Φόβο είχα και οξύ, διαρκή και ανεξέλεγκτο θυμό. Το χειρότερο δεν ήταν ο θυμός αλλά η συγκάλυψή του. Φόβος και Λύπη συγκάλυπταν τον Θυμό και του άφηναν ελεύθερο τον δρόμο να κοκκινίζει τα πάντα στο διάβα του. Κοινώς το τρίτο κακό της μοίρας μου ήταν οι μύγες. Ναι οι μύγες που με μεταμόρφωναν μιαν αδίστακτη, μανιακή σίριαλ κίλερ! Μπορούσα με αληθινή ευχαρίστηση να τις σκοτώνω όταν παγιδεύονταν στα τζάμια. Εκεί έβρισκα την ανακούφιση να στερώ την ζωή από τον εαυτό της. Ένα μικρό άκακο πλασματάκι, έντρομο έντομο, με φτερά και βόμβο, που αγαπούσε τον άνθρωπο, δεν τον φοβόταν και καθόταν πάνω του, μόλις συναντούσε την παγωμένη λεία επιφάνεια του τζαμιού, πέθαινε. Από τα δικά μου χέρια. Είχα σκοτώσει έτσι την μάνα μου, τους συγγενείς μου όλους έναν προς έναν ονομαστικά, τους φίλους μου, τους εραστές μου, τους συναδέλφους μου στις δουλειές και μέρος από το ανώνυμο πολύ αγαπητό αγοραστικό μου κοινό, συλλέκτες και φιλότεχνους, πελάτες μου για μιαν ολόκληρη ζωή.

Αυτή λοιπόν η χοντρή, κοκκινομάλα σχεδόν, μισή Αγγλίδα, μισή Βελγίδα με καταγωγή από τα Ελληνοτουρκικά σύνορα, ζωγράφος αναγνωρισμένη και αλκοολική πενηντάρα περπατούσε παρέα με άλλους ανάπηρους όπως εκείνη, σε ένα αφρικάνικο προάστιο του Πλάτεμπεργκ Μπέι μια ηλιόλουστη χριστουγεννιατικη καλοκαιρινή μέρα του Γενάρη και φωτογράφιζε, λες κι ήταν εκεί για τουρισμό, την φύση γύρω της. Ούτε που είχε ποτέ διανοηθεί αυτό που θα της συνέβαινε σε λίγο. Πηγαινε αμέριμνη, όσο αμέρμνο μπορεί να είναι ένα δυστυχισμένο πλάσμα, εξαρτημένο από την τροφή του και από το αλκοόλ, ανύποπτη και καμαρωτή. Στο τζάμι του θαλάμου της λίγες ώρες πριν είχε σκοτώσει τον Τζεφ, τον Χαμφρεϋ, την Ροζμαρι και την Μπεκς. Όλοι σχεδόν συνάδελφοι από την Εικαστική Ακαδημία στις Βρυξέλλες. Μετά από μια τέτοια ομαδική δολοφονία, είχε πάρει πρωινό μούσλι με σταφίδες, είχε πλύνει το γερασμένο της πρόσωπο με σαπούνι αφρικάνικο, είχε προσευχηθεί σε έναν Θεό που δεν καταλάβαινε, και προφανώς ούτε Εκείνος εκείνην. Τα χάπια της - δεν ήταν λίγα - τα είχε καταπιεί με την μία πριν τους φόνους. Και ο πρωινός περίπατος είχε αρχίσει. Θα ακολουθούσε επιστροφή στο Ίδρυμα, ομαδική ψυχοθεραπεία, ατομικό ουάν του ουάν με τον θεραπευτή της, μεσημεριανό φαγητό, γιόγκα (μια κόλαση για ένα παχύσαρκο ον) και πιο αργά η μέρα θα έκλεινε με επίσκεψη στα κεντρικά της Ομάδας των Α/Α (Ανώνυμων Αλκοολικών), όπου θα περνούσαν ένα βαρετό αγαπησιάρικο βράδυ, γεμάτο εξομολογήσεις και μοιράσματα, από τις εμπειρίες που είχε ο καθένας σχετικά με την εθιστική του συμπεριφορά. Στο καθημερινό της ημερολόγιο θα έγραφε το βράδυ μιας τέτοιας μέρας: "Νομίζω πάω καλύτερα και μαθαίνω να αγαπάω τον εαυτό μου". Αλητείες δηλαδή.

Ήθελα σαν τρελή, μόλις τα είδα, να κόψω δυο - τρία κλαδιά, να τα πάω στο ριχάμπ, να στολίσω το τραπέζι των λυγμών όπως το λέγαμε που καθόμασταν όλοι μαζί οι ανάπηροι τα απογεύματα και φλυαρούσαμε. Ο Τιμ και η Χένι, μου είπαν πως αυτά τα δέντρα έχουν πολύ γερά κλαδιά και δεν κόβονται εύκολα. Θέλουν τουλάχιστον μαχαίρι, αν όχι κλαδευτήρι. Επίσης πως αν κοπούν αυτά τα κλαδιά όσο νερό και να τους βάλεις στο βάζο μετά από μια μέρα σαπίζουν. Κοινώς δοκίμασαν να με αποθαρρύνουν. Γαντζώθηκα από τα πιο κοντινά σε ανθρώπινο χέρι κλαδιά και τα τράβαγα. Δεν αποσπώνταν από τον κορμό με τίποτα. Ξέχασα στιγμιαία το βάρος μου, την αδιαθεσία μου να κάνω οτιδήποτε που απαιτούσε από εμένα κόπο, την δυσθυμία μου. Έπρεπε να κόψω τα κλαδιά. Εκείνοι προχώρησαν και έμεινε πίσω μια νεαρή σκωτσέζα, βαρώνη στα μέρη της, αλλά εδώ κοινό πρεζάκι σαν εμένα, να με φυλάει ενώ πάλευα να κόψω τα κλαδιά για το βάζο.
Ο περίπατος είχε σχεδόν ολοκληρωθεί και γυρίζαμε πίσω. Λίγα φύλλα στα χέρια μου και λίγα αίματα από τα αγκάθια τους. Δεν είχα καταφέρει να αποσπάσω ένα κανονικό ολόκληρο κλαδί. Τιμωρήθηκα στο Κέντρο που δεν ακολούθησα το Πρόγραμμα Καθημερινού Περιπάτου, κάνοντας του κεφαλιού μου. Τα φυλλαράκια στόλισαν το κομοδίνο μου σε ένα ποτήρι με νερό μέσα, που ως το άλλο πρωί είχε κοκκινίσει σαν βυσσινάδα ή ακόμη και σαν αίμα αραιωμένο. Την τρίτη μέρα έχυσα το νερό στην τουαλέτα. Σε κάθε περίπατο από τότε τα έβλεπα από μακριά να ανθίζουν κατακόκκινα μέσα στην πράσινη υπόλοιπη φύση. Τα μίσησα. Αυτά τα κλαδιά μου είχαν αντισταθεί. Με είχαν πληγώσει. Έγιναν αιτία να τιμωρηθώ. Μετά σάπισαν.
Τα κόκκινα δέντρα έμεναν όρθια, ασάλευτα εκεί στον δρόμο πριν την μεγάλη στροφή να με κοροιδεύουν για μήνες. Μέχρι την ώρα που είκοσι κιλά πιο ελαφριά, καθαρή από αλκοόλ και λίγο πιο συγκρατημένη έμπαινα σε ένα ταξί που θα με οδηγούσε στο αεροδρόμιο του Κέιπ Τάουν. Είχε παρέλθει ο χρόνος της θεραπείας μου με εμφανή αποτελέσματα αλλά με ασαφή εξέλιξη της κανονικότητάς μου από εκεί και μετά.

Μέσα στο ταξί στο τζάμι είχε παγιδευτεί μια μύγα. Με το πίσω μέρος της παλάμης μου της έδωσα μια αλλά γλύτωσε κι έφυγε έξω από το ανοιχτό παράθυρο του αφρικανού οδηγού. Τότε τα κοκκινα δέντρα ξαναφάνηκαν στον δρόμο. Αλλά είχε μπει το Αφρικάνικο Φθινόπωρο που είναι Άνοιξη για την δική μου πατρίδα. ίχνος σχεδόν δεν είχε μείνει από τα φύλλα πάνω στα κλαδιά τους. Ήταν όλα πεσμένα το χώμα. Ένα κόκκινο χαλί κει κάτω στις ρίζες, κι εγώ να φεύγω να μην μπορώ να σταματήσω, να μαζέψω το κόκκινο από το χώμα, να μην μπορώ να στολίσω κανένα λυγμό πια πάνω σε φλύαρο τραπέζι για ανάπηρους συνδαιτημόνες.
- Μπορείτε να κάνετε μια στάση; ρώτησα τον οδηγό.
- Απαγορεύεται, μου απάντησε, έχω εντολή να σας αφήσω στο αεροδρόμιο.
- Ξέρετε, του είπα, μήνες ολόκληρους θέλω ένα κλαδί από εκείνο κει το δέντρο. Τώρα που τα κλαδιά έχουν πέσει θα ήταν εύκολο να πάρω ένα μικρό κλαδάκι μαζί μου στην πατρίδα μου.
- Μα ώσπου να φτάσετε θα έχει μαραθεί, μου είπε.
- Δεν πειράζει, του απάντησα.
Με κοιταξε δύο φορές από το καθρεφτάκι διερευνητικά. Μετά έκανε δεξιά και σταμάτησε.
- Θα σας συνοδεύσω ως εκεί μου είπε. Δεν μπορώ να σας αφήσω μόνη.
Φτάσαμε μπροστά στα πεσμένα κλαδιά μαζί.
Και τότε, μόνο τότε θυμήθηκα την πρώτη φορά που ένα κοκκινο δέντρο μπήκε στην ζωή μου για να την αλλάξει για πάντα. Ήμουν επτά χρονών. Είχα πάρει τους μαρκαδόρους μου και ζωγράφιζα σε ένα μεγάλο μπλοκ. Να εδώ ένα βουνό. Μπλε. Να εδώ μια κοιλάδα. Κίτρινη. Να εδώ ένα σπιτάκι. Καφέ.
- Και δέντρα; με ρώτησε η μαμά. Δεν έχει δέντρα;
Έψαξα τον πράσινο μαρκαδόρο αλλά είχε τελειώσει.
- Θα κάνω δέντρα μαμά της είπα. Αλλά θα τα κάνω κόκκινα. Μου τελείωσε το πράσινο.
Και τα έκανα. Μόνη μου έφτιαξα τα πρώτα μου δέντρα κόκκινα. Δική μου ήταν η ευθύνη αυτής της απόφασης κι όχι δκή της. Εγώ γέμισα την ζωή μου με την σημασία τους.
Εγώ θα την αδειάσω, άμα χρειαστεί.
Προς το παρόν δεν έχει υπάρξει λόγος.

Δεν πήρα μαζί μου κανένα από τα πεσμένα κλαδιά. Δεν παγίδεψα καμιά μύγα σε τζάμι πια. Σταμάτησα να περιφρονώ το σώμα μου και δεν έχω πιει ούτε μια σταγόνα αλκοόλ από τότε. Ζω στο Παρίσι τους τελευταίους μήνες. Είμαι 88 χρονών κι ένας καρκίνος των οστών έχει παραλύσει τα πάνω άκρα μου. Αυτό με υποχρεώνει να ζωγραφίζω με το στόμα. Και όμως ζωγραφίζω περισσότερο από παλιά. Η τελευταία μου δουλειά είναι μια σειρά από Κόκκινα Δέντρα. Αύριο είναι η πρώτη μέρα μιας έκθεσης με αυτά τα έργα. Σε μια φθινοπωρινή γκαλερί που τα φιλοξενεί. Τα θυμήθηκα όλα αυτά απόψε γιατί είμαι ευγνώμων που είμαι ακόμη ζωντανή.
Όταν πεθάνω, φαντάζομαι σύντομα, έχω ζητήσει να φυτέψουν εκεί που θα με θάψουν ένα Κόκκινο δέντρο.
Να χάνει φύλλα και κλαδιά κάθε Φθινόπωρο.
Να φουντώνει πάλι κάθε Άνοιξη.
Να με συνεχίζει.
Όπως τώρα.

Κι αν δεν περιφρονηθεί αυτή η τελευταία μου επιθυμία θα ζωγραφίζω νομίζω και μετά θάνατον.



Illustrator: Antoine Josse - Mon automne daltonien 2014

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2019

Τα χέρια .



Κοιτάζει τα χέρια της. Πώς έγιναν έτσι; Πού βρέθηκαν τόσες φλέβες, τόσες ελιές και σημάδια, τόσες ρυτίδες στα χέρια της;
Εβδομήντα χρόνια τα κουβαλάει μαζί της και ποτέ δεν γύρισε να τα κοιτάξει. Ούτε τότε που ήταν χλωρά, ούτε που μέστωσαν, ούτε που μαράθηκαν, ώσπου ξεράθηκαν.

Όλα αυτά τα χρόνια η έγνοια της ήταν αλλού, όχι στα χέρια της: μην κοπεί, μην καεί, μην τρυπηθεί, μην το παρακάνει το βράδυ με τον άντρα της –όποτε τύχαινε, μια στις τόσες– κι ακούσει πάλι τα λόγια του, καρφί στην καρδιά της “πού τα ‘μαθες αυτά μω γυναίκα;”
Κοιτάζει τα χέρια της σαν να τα βλέπει πρώτη φορά. Ξένα της φαίνονται, καθώς κάθονται άνεργα πάνω στη μαύρη ποδιά της, σαν προσφυγάκια. Έτσι της έρχεται να τα χαϊδέψει.

Και τι δεν τράβηξαν αυτά τα χεράκια, στα κρύα και στα λιοπύρια, στη φωτιά, στα νερά, στα χώματα, στα κάτουρα και στα σκατά. Πέντε χρόνια κατάκοιτη η πεθερά της, αλύχτησε ώσπου να της βγει η ψυχή.

Κοιτάζει πάλι τα χέρια της. Τι θα τα κάνει; Να τα κρύψει κάτω από την ποδιά της να μην τα βλέπει, να τα χώσει στην περούκα της διπλανής, που κοιμάται με το κεφάλι γουλί, να τα βάλει στις μάλλινες κάλτσες που της έφερε ο γιος της μόλις του ‘πε ότι κρυώνει εδώ στο γηροκομείο που την έριξε η μοίρα της; Τόσα χρόνια δεν γύρισε να τα κοιτάξει και τώρα δεν μπορεί να πάρει τα μάτια της από πάνω τους. Κι όταν δεν τα κοιτάει ή κάνει πως δεν τα κοιτάει, την κοιτάνε αυτά.

imageΆνεργα χέρια, τι περιμένεις, αφού δεν έχουν δουλειά κάθονται και κοιτάνε. Δεν είναι που κοιτάνε, άσ’ τα να κοιτάνε, είναι που κοιτάνε σαν να θέλουνε κάτι. Ξέρει τι θέλουν: να τα χαϊδέψει.
Δεν θα τους κάνει τη χάρη. Ντρέπεται, γριά γυναίκα, να χαϊδεύεται στα καλά καθούμενα.
Τα κοιτάζει κλεφτά και βλέπει μια σκουριά από καφέ στο δεξί. Σηκώνεται και πάει στο μπάνιο, πιάνει το μοσχοσάπουνο και πλένει τα χέρια της. Τα πλένει, τα ξαναπλένει, δεν λέει ν’ αφήσει το σαπούνι, της αρέσει έτσι που γλιστρούν απαλά, το ένα μέσα στο άλλο, “κοίτα”, λέει, “που μ’ έβαλαν να τα χαϊδέψω θέλοντας και μη, τα σκασμένα” και γελάει από μέσα της που δεν την κοιτάνε τώρα όπως πριν, χαμένα μέσα στους αφρούς και τα χάδια, σαν να ‘χουν κλείσει τα μάτια, μην τους πάει σαπούνι και τα πάρουν τα δάκρυα.

. . . . .
Μιχάλης Γκανάς.
Από το βιβλίο «Γυναικών-μικρές και πολύ μικρές ιστορίες» 
εκδόσεις Μελάνι.

Τετάρτη 24 Ιουλίου 2019

Ένα χρόνο χωρίς τον Μάνο Ελευθερίου.



Ο Συριανός Μάνος Ελευθερίου υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους πνευματικούς δημιουργούς
με πολυσχιδές έργο: στιχουργός τραγουδιών που αγαπήθηκαν πολύ, ποιητής, μυθιστοριογράφος,
συγγραφέας παιδικών βιβλίων, ιστορικός, ζωγράφος και επιμελητής φωτογραφικών άλμπουμ.
Σε συνέντευξη που παραχώρησε το 2014 στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, έλεγε μεταξύ άλλων για τη δουλειά του:
«Ποιο είναι, όμως, αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία; Όσα μας συμβαίνουν είναι απείρως
πιο σημαντικά από όσα γράφουμε - αλλά δεν τα υπολογίζουμε.
Όταν γράφω για ένα ζήτημα που με καίει, νομίζω πως θα βγει κάτι καλό -μια μπαλάντα,
ας πούμε-αλλά σιγά-σιγά αρχίζω να αρρωσταίνω.
Έχω εδώ και πολλά χρόνια την εντύπωση πως γράφω μέσα σε μιαν ομίχλη.
Χωρίς να με κυνηγάει κανενός το αίμα, όποτε γράφω, ζω τις νύχτες του Μακμπέθ.
 Κακά, όμως, τα ψέματα: γράφω γιατί έτσι δίνω παράταση στη ζωή μου».



Ο Μάνος Ελευθερίου γεννήθηκε στις 12 Μαρτίου 1938 στην Ερμούπολη της Σύρου, για την οποία έγραψε και απεικόνισε συχνά στα έργα του. Το 1952 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα και το 1955, γνωρίστηκε με τον Άγγελο Τερζάκη, ο οποίος τον παρότρυνε να παρακολουθήσει μαθήματα υποκριτικής ως ακροατής στην Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Έναν χρόνο αργότερα γράφτηκε στο Τμήμα Θεάτρου της Σχολής Σταυράκου.

Tο πρώτο ποίημα με τίτλο «H τελική λύση» δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Nέα Πορεία» τον Μάρτιο του 1962 και αμέσως μετά κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Συνοικισμός». Την ίδια χρονιά βραβεύτηκε σε ποιητικό διαγωνισμό του φοιτητικού περιοδικού «Πανσπουδαστική» με μέλη της κριτικής επιτροπής τους ποιητές Γιάννη Ρίτσο, Νικηφόρο Bρεττάκο, Οδυσσέα Ελύτη και τον κριτικό Ανδρέα Καραντώνη.

Το 1962 και ενώ υπηρετούσε την θητεία του στα Γιάννινα έγραψε τους πρώτους στίχους, ανάμεσα στους οποίους είναι και «Το τρένο φεύγει στις οκτώ», που αργότερα μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης. Τον Οκτώβριο του 1963 ξεκίνησε να εργάζεται στο περιοδικό «Reader's Digest», όπου και παρέμεινε για τα επόμενα δεκαέξι χρόνια. Την διετία 1964-1965 εξέδωσε τις δύο πρώτες συλλογές διηγημάτων του με τίτλους «Το διευθυντήριο» και «Η σφαγή».

Το 1964, πρωτοπαρουσιάστηκε στην ελληνική δισκογραφία με το τραγούδι «Ρημαγμένοι κήποι (Το σπίτι γέμισε με λύπη)» που μελοποίησε ο Χρήστος Λεοντής και ερμήνευσε η Έφη Παναγιώτου. Τα επόμενα χρόνια συνεργάστηκε με τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Δήμο Μούτση («Άγιος Φεβρουάριος») και τον Γιάννη Μαρκόπουλο, στον δίσκο «Θητεία» («Τα λόγια» και τα χρόνια», «Μαλαματένια λόγια», «Παραπονεμένα λόγια»), του οποίου η ηχογράφηση άρχισε τον Νοέμβριο του 1973, διακόπηκε από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και τελικά κυκλοφόρησε το 1974. Έγραψε στίχους για πάνω από 400 τραγούδια, τα οποία μελοποίησαν συνθέτες, όπως ο Μάνος Χατζιδάκις («Η μπαλάντα του οδοιπόρου»), ο Σταύρος Κουγιουμτζής, ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας, ο Γιάννης Σπανός, ο Γιώργος Ζαμπέτας («Μου `δωσες τον ουρανό»), ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Σταμάτης Κραουνάκης, ο Αντώνης Βαρδής και ο Γιώργος Χατζηνάσιος.



Μεταξύ των μεγάλων επιτυχιών του Μάνου Ελευθερίου περιλαμβάνονται τα τραγούδια: «Το παλληκάρι έχει καημό» (Μίκης Θεοδωράκης), «Κάτω απ' τη μαρκίζα» (Γιάννης Σπανός), «Οι ελεύθεροι κι ωραίοι» (Σταύρος Κουγιουμτζής), «Άμλετ της Σελήνης» (Θάνος Μικρούτσικος), «Είναι αρρώστια τα τραγούδια» (Σταύρος Ξαρχάκος), «Έρημοι σταθμοί» (Διονύσης Τσακνής), «Θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες» (Ηλίας Ανδριόπουλος), «Η διαθήκη» (Χρήστος Νικολόπουλος), «Μη χτυπάς σ' ένα σπίτι κλειστό» (Λουκιανός Κηλαηδόνης) και «Ατέλειωτη εκδρομή» (Θανάσης Γκαϊφύλλιας).

Ο Μάνος Ελευθερίου έγραψε και εικονογράφησε παραμύθια για παιδιά και επιμελήθηκε την έκδοση λευκωμάτων με θέμα τη Σύρο, όπως τα «Ενθύμιον Σύρας» και το τετράτομο «Θέατρο στην Ερμούπολη τον 20ο αιώνα, 1901-1921». Τη δεκαετία του 1990 έκανε ραδιοφωνικές εκπομπές στο δημοτικό ραδιόφωνο της Αθήνας («Αθήνα 9, 84») και στο «Δεύτερο Πρόγραμμα» της ΕΡΤ.

Το 1994 εξέδωσε την πρώτη του νουβέλα με τίτλο «Το άγγιγμα του χρόνου» και το 2004 δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Ο καιρός των χρυσανθέμων», που σημείωσε μεγάλη εκδοτική επιτυχία και το 2005 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας. Το 2013 βραβεύτηκε για τη συνολική προσφορά του στα γράμματα από την Ακαδημία Αθηνών.

Διετέλεσε διευθυντής σύνταξης του φιλοσοφικού περιοδικού «Δευκαλίων» και για μεγάλο διάστημα υπεύθυνος και επιμελητής εκδόσεων του εκδοτικού οίκου «Γνώση». Ήταν μέλος της Eταιρείας Συγγραφέων.

Ο Μάνος Ελευθερίου πέθανε στις 22 Ιουλίου 2018, σε ηλικία 80 ετών, από ανακοπή καρδιάς.



Τις παραισθήσεις μου, γιατρέ, που έχω δεθεί
δεν τις ελέγχω και το σώμα να  λυθεί.
Βλέπω οράματα και ψάρια και στρατούς
Και τους λαούς, σκυμμένους και  γονατιστούς.
Δεν ξέρω πως, γιατί φωνάζω τους νεκρούς
και τους μιλάω για τους δύσκολους καιρούς.

Εκείνοι αόρατοι, γιατρέ, και δεν μιλούν.
Πίσω από την πλάτη μου κρυφά χαμογελούν.
Ποια αμαρτήματα πληρώνω και ποια ντροπή,
η αμαρτία μου ήταν μόνο η σιωπή.

Γιατρέ μου πια το φως μου λιγόστεψε πολύ.
Ή δεν υπάρχεις  ή δεν έχεις εντολή
Να δίνεις χάπια και  σιρόπια και θηλιά
προτού ακουστεί κι τελευταία πιστολιά.

Τι γέγραπται στο σώμα μου και τι εις την ψυχήν
Απόκρησον, φυγάδευσον  του Άδου την ισχύν.
Έχω συμπτώματα βαριά των αναμνήσεων.
Της τηλεόρασης, των φίλων, των ειδήσεων.

Γιατρέ τουλάχιστον δεν θέλω να πονώ.
Θα σου χαρίσω ένα κομμάτι ουρανό
Είναι παλιό από καιρούς Βυζαντινούς
Όταν μιλούσαν τα πουλιά στους ταπεινούς.
Ότι μπορείς στον κόσμο ετούτο τον χρυσό
στον κόσμο που έχουμε κι δυο μισό  μισό.

Γιατρέ, ποιος άγγελος θνητός θε να νοιαστεί
για να ρωτήσει και για μας το πώς και τι;
Πόσα κορμιά αλέθει τούτη η μηχανή
Και ποιος μας δίκασε ισόβια ποινή;

Τσογλάνια, αλήτες και ρουφιάνοι στις γωνίες
φορούν παράσημα χρυσά για ρουφιανιές.
Το μέλλον έρχεται θολό κι απατηλό
κι εγώ τους στίχους μου στο τίποτα πουλώ.
Αυτά μ’ αρρώστησαν, γιατρέ, με κυνηγούν
μ’αυτά πορεύτηκα κι’ αυτά με αιμορραγούν.







πηγή .sansimera.

Παρασκευή 17 Μαΐου 2019

Πέτρινες ζωγραφιές!



Ίσως οι "πέτρινες ζωγραφιές" δεν είναι η καλύτερη
 φράση για να περιγράψω τα εκπληκτικά έργα τέχνης 
του Stefano Furlani, 
αλλά είναι τόσο ασυνήθιστα που απλά δεν ήξερα πως να τα ονομάσω.
 Ο Ιταλός καλλιτέχνης αναζητά γεωμετρικά κατάλληλες πέτρες στην παραλία
 και  φροντίζει να δημιουργούν πολύπλοκες συνθέσεις.


Ο Stefano Furlani ανακάλυψε αυτή τη συναρπαστική
 μορφή τέχνης ενώ έπαιζε με τον γιο του Davide, 
όταν ήταν τριών ετών. 
έψαχναν στην παραλία για περίεργες πέτρες
 και στη συνέχεια έδιναν
κάθε είδους σχήματα και σχέδια,
 στην άμμο, κάτω από μια ομπρέλα. 


Καθώς ο χρόνος πέρασε και οι δύο βελτιώθηκαν
 σε αυτό το παιχνίδι, 
άρχισαν να δημιουργούν όλο και πιο περίπλοκα 
και λεπτομερή έργα τέχνης 
και σε ένα σημείο ο Stefano άρχισε να αισθάνεται 


απογοητευμένος που τα έργα τέχνης
 που ο ίδιος και ο γιος του είχαν
 δουλέψει τόσο σκληρά για να δημιουργήσουν
 έχουν ξεπλυθεί από τη θάλασσα ή  έχουν 
καταπατηθεί από άλλους ανθρώπους. 


Έτσι άρχισε να δημιουργεί αυτές τις πέτρινες 
συνθέσεις σε σκληρούς καμβάδες 
και να τους συντηρεί  κατάλληλα
ως έργα τέχνης.


Ενώ μερικές από τις πέτρινες συνθέσεις του
 Stefano Furlani μπορεί να φαίνονται 
απλοϊκές με την πρώτη ματιά, μια προσεκτική 
επιθεώρηση  αποκαλύπτει 
πόσο καλά ταιριάζουν οι πέτρες, 
πράγμα που υποδηλώνει
 ότι ο καλλιτέχνης
 επενδύει πολύ χρόνο στην εξεύρεση 
του τέλειου συνδυασμού. 


Και δεν είναι μόνο το σχήμα και το μέγεθος
 των λίθων που πάντα φαίνεται 
να έχει κατά νου, αλλά και το χρώμα τους,
 που κάνει μερικά από τα έργα του να 
μοιάζουν με πραγματικούς πίνακες.


Παρόλο που ο καλλιτέχνης δεν αποκαλύπτει πόσο
 ένας από αυτούς
 τους πίνακες ζωγραφικής χρειάζεται για να ολοκληρωθεί,
 φαίνεται σαν επίπονη δουλειά, γι 'αυτό θα στοιχημάτιζα
 ότι τα πιο σύνθετα κομμάτια του  πήραν μέρες, 
αν όχι εβδομάδες για να τελειώσουν.


Κυριακή 12 Μαΐου 2019

Επειδή είναι μητέρα.





«-Έκοψε το ψωμί σε δύο κομμάτια και τα έδωσε
στα παιδιά, που τα έφαγαν λαίμαργα.
-Δεν κράτησε καθόλου για τον εαυτό της, γρύλισε ο λοχίας.
-Επειδή δεν πεινάει, είπε ο στρατιώτης.
-Επειδή είναι μητέρα, είπε ο λοχίας». 


Victor Hugo


Χρόνια πολλά σε όλες τις μανούλες 
του κόσμου..!!


Κυριακή 5 Μαΐου 2019

ΤΟ ΜΠΟΝΖΑΪ - ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ




Λουλούδια στο σπίτι δεν ξανάφερα, πάει χρόνος. 
Από τότε που έφυγε και της πήγα τ' αγαπημένα της αγριολούλουδα στον τάφο, μάζεψα ακόμη και τις γλάστρες της και τις χάρισα στη γειτονιά. 
"Ποτέ λουλούδι εδώ ξανά" είπα στα παιδιά μου. "Τώρα η γιαγιά σας είναι στα χώματα και στα χώματα θα ανθίζουνε οι μαργαρίτες της".
 Μοναχή μου πια θα μεγάλωνα πέντε παιδιά. Το καθένα τους ένα λουλουδάκι. Μου έφτανε αυτό. Όχι που δεν αγαπούσα τα λουλούδια, αλλά την Άνοιξη πια δεν την ήθελα. 
Απρίλη μήνα έφυγε. 
Κάτω στο κηπάκι την βρήκαμε πεσμένη. Είχε κάτι μαργαρίτες, πολύχρωμες και σπάνιες και τις φρόντιζε. 
Τον τσιμέντωσα και τον κήπο, να βάζει το αμάξι ο Γιώργος που το άφηνε στο πεζοδρόμιο καβάλα. Ίσα που το χώραγε.
 "Τα Γκαράζ και τα τσιμέντα καταστρέψανε αυτήν την πόλη", είπε ένας από απέναντι όταν το έφτιαχνα.
 "Ναι γκαράζ, γιατί όχι;" του απάντησε η γειτόνισσα, "εδώ όλη την Αθήνα την τσιμεντώσανε το '60 το γκαράζ της Έλλης στα Σούρμενα θα καταστρέψει την πόλη;" 
Ο Γιώργος δεν μου ξανάφερε ούτε φύλλο. Τον όρκισα.
Ένα μπονζάι κρατούσε η μικρή στο δωμάτιό της κι εκείνη το 'βλεπε, εκείνη το πότιζε, εκείνη το κουμάνταρε.
 "Είναι η γιαγιά μου" είχε πει μετά την κηδεία "και δεν θα μου το πάρετε". 
"Η γιαγιά σου πέθανε' της πέταξα σκληρά. Έβαλε τα κλάματα. Ήμουν αδέξια με τα παιδιά. Η μάνα μου όχι. 
Την λάτρευαν. Εγώ ήθελα χρόνο να ταξιδεύω, να σπουδάζω, να παντρεύομαι, να χωρίζω. 
Η μικρότερη μου, που έχει και το όνομά της, γεννήθηκε χωρίς να μάθει ποτέ τι θα πει πατέρας. Στα 5 της ήρθα ένα βράδυ στο σπίτι με τον Γιώργο.
 "Τον αγαπάω" τους είπα. "Και θέλει να μείνει εδώ μαζί μου, θέλετε;" Οι δύο μεγάλες οι δίδυμες, τον είπανε μπαμπά την άλλη μέρα. 
Ο Πέτρος, ήτανε 9 και τον κάλεσε να πάνε για μπάλα και θα μας έλεγε μετά. Είπε "ΟΚ".
 Η τέταρτη, από τον δεύτερο γάμο μου, στον μήνα τον δέχτηκε, κυρίως γιατί την πηγαινοέφερνε στο Ωδείο. 
Η μικρή Μαργαρίτα του είπε: "Αν σε διώξει, μην κλαις μετά." Ότι δηλαδή θα του έλεγε κι η μάνα μου, που σώπαινε σίγουρη. 
Τέσσερις μήνες είμαστε μαζί όλοι κι ήτανε καλά. 
Μα μόλις έφυγε ο χειμώνας η Μαργαρίτα η μάνα μου - ακόμη και το όνομά της σαν τα λουλούδια της - δεν θα ήτανε μαζί μας πια. 
Το μπονζάι - Μαργαρίτα μεγάλωνε σε ένα σπίτι χωρίς παρέα. Χτες το πρωί η μικρή Μαργαρίτα βγαίνει από το δωμάτιο γεμάτη χαρά. 
"Έβγαλε ανθό!" φώναξε. 
"Στον ύπνο σου το είδες" της είπε ο Πέτρος.
"Έλα να δεις".
Ο Πέτρος βγήκε από το δωμάτιο κρατώντας το μπονζάι - Μαργαρίτα προσεκτικά στις χούφτες του. 
Μια κατακίτρινη μαργαρίτα είχε ξεφυτρώσει από τον κορμό του, κάτω, σχεδόν κοντά στην ρίζα, αλλά πάνω του. 
Όλοι το κοιτάζαμε και δεν μπορούσαμε να εξηγήσουμε πως πάνω σε έναν κορμό ενός μπονζάι σε ένα σπίτι που
δεν αγαπάνε τα λουλούδια πια μια μαργαρίτα είχε ανθίσει σε μια νύχτα. 
"Να ζήσεις μαμά," μου είπανε οι δίδυμες, είναι 8 Μαΐου, 380 μέρες απ' όταν έφυγε η γιαγιά και είναι και η μέρα της μητέρας.
Έκλαιγα. 
Κατέβηκα κάτω πήρα τον γκασμά και με τα χέρια μου έσπασα τα μισά τσιμέντα. Αύριο θα ξαναβάλουμε χώμα στον κήπο, είπα στα παιδιά. 
Και θα φυτέψετε ότι θέλετε. Ο Γιώργος μου χαμογέλασε. 
Όταν τα σκέπαζα για καληνύχτα η μικρή μου ψιθύρισε: "Η γιαγιά σε αγαπάει τώρα". Την φίλησα. 
Και την σκέπασα με το παπλωματάκι που είχε πάνω του χίλιες μαργαρίτες. Το μπονζάι - Μαργαρίτα στο παράθυρό της είχε από ώρα κοιμηθεί ήσυχο. 
Η Μαργαρίτα του άστραφτε στο φως του χλωμού φεγγαριού. Ξύπνια ακόμη. Με κοιτούσε. Πλησίασα. Της χάιδεψα ένα πέταλο. 
"Κοιμήσου, μαμά," της είπα. "Είναι ώρα! 
Κοιμήσου κι εσύ! Αύριο θα ξαναζωντανέψει ο κήπος σου".

Στην Teresa


Κυριακή 21 Απριλίου 2019

Κυριακή 14 Απριλίου 2019

Μέχρι να μάθουμε να ζούμε.




Πόσα χελιδόνια πέταξαν πάνω απ' τα κεφάλια μας
χωρίς να σηκώσουμε το βλέμμα στον ουρανό;
Πόσα λουλούδια άνθισαν δίπλα μας
κι εμείς ανυποψίαστοι
συνεχίζαμε τη ρουτίνα μας;
Πόσα τραγούδια της άνοιξης ακούστηκαν
μα είχαμε κλειστά τα αυτιά μας;

Πόσα χρώματα άλλαξε ο ουρανός
όσο ήμασταν κλεισμένοι στον εαυτό μας;
Πόσα ταξίδια ματαιώσαμε;
Πόσους νέους κόσμους αρνηθήκαμε να γνωρίσουμε;
Πόση ζωή ξοδέψαμε μέχρι να μάθουμε να ζούμε;
Πόσα σπουδαία πράγματα προσπεράσαμε βιαστικά;
Πόσα θαύματα αρνηθήκαμε να ζήσουμε;
Σε πόσα όνειρα κλείσαμε την πόρτα;

Γιατί τους αφήσαμε να μας πείσουν
ότι ο χειμώνας θα κρατήσει για πάντα.


Νίκος Σουβατζής
από τη συλλογή Χειμερινή ισημερία, 2019


Πέμπτη 21 Μαρτίου 2019

Γιατί οι σκύλοι ξέρουν ν’ αγαπούν χωρίς επειδή. Αγαπούν παρ’ όλο.



Κάπου, κάποτε διάβασα πως αν όλοι γινόμασταν οι άνθρωποι που οι σκύλοι μας νομίζουν πως είμαστε, ο κόσμος θα ήταν ένα καλύτερο μέρος. Γιατί απ’ όλα τα πλάσματα στη γη, ανιδιοτελώς ξέρουν να αγαπούν μόνο δύο, η μαμά σου κι ο σκύλος σου. Ξεπερνώντας την νομοτελειακή αγάπη που συνεπάγεται η μητρότητα στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, η σκυλίσια αφοσίωση και λατρεία δεν αποτυγχάνουν να συγκλονίζουν, ανεξαρτήτως κουλτούρας, εποχής και κοινωνικών συνθηκών.

Γιατί οι σκύλοι ξέρουν ν’ αγαπούν χωρίς επειδή. Αγαπούν παρ’ όλο. Δεν τους ενδιαφέρει αν είσαι χοντρός ή αδύνατος, φτωχός ή πλούσιος, ιδιοφυΐα ή ολοκληρωτικά ηλίθιος· αρκεί να είσαι εκεί, αρκεί να τους βάζεις λίγο νεράκι και λίγο φαγητό. Αλλά ακόμα κι αν τους ψιλοπαραμελείς εκείνοι πάλι σ’ αγαπούν. Η καρδιά τους, εκ διαμέτρου αντίθετη με οποιαδήποτε εκδικητική ανθρώπινη τάση, ξέρει πάντα να δίνει άλλοθι και να δικαιολογεί. Κάτι θα σου έτυχε μωρέ, δεν μπορεί να το έκανες από κακία.

Σ’ αγαπούν από την πρώτη στιγμή που τους πήρες αγκαλιά χωρίς να περιμένουν αντάλλαγμα, γιατί αυτό ξέρουν να κάνουν. Δε σε κρίνουν, δε σε παραμελούν, δε σε βασανίζουν. Ακόμα κι όταν τους αφήνεις πίσω, θαρρείς και ζουν για την επιστροφή σου. Κι όταν σε δουν να επιστρέφεις πηδάνε πάνω σου και σου κουνάνε την ουρά με τόση χαρά, λες και δεν τους πλήγωσε ποτέ η φυγή σου. Επειδή οι σκύλοι, σε αντίθεση με τους ανθρώπους, αγαπάνε με την καρδιά, χωρίς καμία ρανίδα λογικής. Γνωρίζουν χωρίς να μάθουν.

Οι σκύλοι ξέρουν να επιμένουν. Ξέρουν πόσο σημαντικό είναι να σηκώνονται, όσο άτσαλο κι αν ήταν το στραπάτσο τους, όσα κουσούρια κι αν τους άφησε το χτύπημα. Άλλωστε μια ανθρώπινη μέρα ισούται με μια σκυλίσια εβδομάδα, γι’ αυτό και τα πλάσματα αυτά ξέρουν πως δεν έχουν χρόνο να κρατάνε πράγματα για τον εαυτό τους, ούτε τους παίρνει να τσιγκουνεύονται την αγάπη τους. Οι σκύλοι είναι πλάσματα γενναία και κυνηγούν όσα αγαπάνε χωρίς να θεωρούν τροχοπέδη τις διαστάσεις τους. Δεν έχουν όλο τον χρόνο μπροστά τους και το ξέρουν, γι’ αυτό τα βράδια τρέχουν να χουχουλιάσουν στην αγκαλιά σου χωρίς εγωισμό, όσο κι αν τους μάλωσες στη διάρκεια της ημέρας.


Ναι, αν οι άνθρωποι αγαπούσαμε όπως οι σκύλοι μας, ο κόσμος θα ήταν σίγουρα ένα καλύτερο μέρος· θα απολαμβάναμε τις βόλτες, τον ήλιο και τον αέρα, θα ρουφούσαμε τη μαγεία τους και ποτέ δε θα υποτιμούσαμε την αξία του παιχνιδιού. Θα ήμασταν πιστοί, θα λαχταρούσαμε να φιλήσουμε τους ανθρώπους μας χωρίς να θεωρούμε στιγμή την παρουσία τους δεδομένη και όταν εκείνοι περνούσαν δύσκολα, θα σωπαίναμε και θα στεκόμασταν απλά δίπλα τους, γιατί θα ξέραμε πως δεν έχουν ανάγκη από έωλες συμβουλές, μα από ουσιαστικές παρουσίες.

Αν ξέραμε να αγαπάμε όπως εκείνοι, θα γνωρίζαμε πως η βία επιφέρει επιθετικότητα, η σκληρότητα φόβο κι ο έπαινος ανεξαρτησία. Δε θα αναλωνόμασταν σε παιχνίδια εξουσίας, μα θα καταλαβαίναμε πως οι άλλοι είναι παράγωγα του περιβάλλοντός τους και θα φερόμασταν αναλόγως, με τρυφερότητα κι αλληλοεκτίμηση. Θα χωνεύαμε επιτέλους πως κανένας δε γεννιέται κακός και πως τα όρια γεννάνε σεβασμό, αρκεί να περιβάλλουν τα πάντα, εκτός από την αγάπη.

Έτσι ν’ αγαπάς, χωρίς πολλά-πολλά. Να μην περιμένεις τίποτα, να μη ρωτάς γιατί. Δε σου εγγυώμαι πως θα γίνεις ευτυχισμένος, ούτε πως η αγάπη σου θα εκτιμηθεί. Σου εγγυώμαι όμως πως θα νιώσεις το μεγαλείο του να τα έχεις καλά με τον εαυτό σου. Να αισθάνεσαι τον άλλον και να τον βοηθάς να γλείψει τις πληγές του. Να τον οδηγείς για να περπατήσει όταν δεν βλέπει και να του δίνεις δύναμη χωρίς να μιλάς. Να είσαι σκύλος, όχι σκυλάκι.

Αν πάλι δεν έχεις τη δύναμη ν’ αγαπάς σαν σκύλος (ποιος είπε πως είναι εύκολο;), σου εύχομαι να σε αγαπήσει κάποιος άνθρωπος από αυτούς· κι αν έχεις την τύχη να ζήσεις τέτοια ευλογία, έχε τουλάχιστον τη δύναμη να την αντέξεις και να αφήνεσαι, καθώς το πλάσμα αυτό φέρει μέσα του τη θεϊκή δύναμη να σε κάνει να χαμογελάς, να σε ελαφραίνει και να σου δανείζει την καρδιά του κάθε που ο κόσμος κάνει κομμάτια τη δική σου. Να εκτιμάς πόσο του λείπεις το πρωί, ακόμα κι αν πέρασε ολόκληρο το βράδυ στο πλευρό σου και να μη τσιγκουνεύεσαι τα χάδια σου και την αγκαλιά σου. Άλλωστε αυτά μόνο ζητάει από σένα. Να νιώθεις, γιατί διαφορετικά ο «σκύλος» μπορεί να μη σου θυμώσει, αλλά όταν τον χάσεις ο εαυτός σου δε θα σου το συγχωρήσει ποτέ.

Ν’ αγαπάς σαν σκύλος κι ένα πράγμα να θυμάσαι. Πως η μόνη επικίνδυνη ράτσα είναι,,,

η ανθρώπινη.


 Ποτέ δεν σε ξεχνώ μου λείπεις.





Δευτέρα 11 Μαρτίου 2019

Χαρταετός.







Κράτα γερά!
Πέτα ψηλά!
Δέσε την Άνοιξη στην ουρά του χαρταετού,
ανέβασε την ψηλά στον ουρανό,
είναι η δική σου άνοιξη…
Στη μια άκρη εσύ…
Στην άλλη τα όνειρά σου.
Ανέβασε τα όνειρά σου ψηλά στον ουρανό.
Στείλε στον ουρανό τον πόνο, την πίκρα, τα δάκρυα και τους λυγμούς.
Στείλε μακριά όλους τους καημούς και την προδοσία.
Διώξε κάθε πόνο και λύπη μακριά.
Άσε τις ελπίδες σου να ταξιδέψουν στα σύννεφα.
Πέτα ψηλά!
Πολύ ψηλά!
Πόσο μικρός είναι ο κόσμος από ψηλά!
Πόσο μεγάλος είσαι εσύ…
Κράτα το νήμα.
Πρόσεχε να μην κοπεί…
Κράτα γερά,
πέτα ψηλά.
Μεταμόρφωσε την πίκρα και τον πόνο σε βροχή.
Και αμέσως μετά, γύρισε πάλι τη βροχή πίσω στη γόνιμη γη.
Εκεί θα φυτρώσει ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο…
Η Ε Λ Π Ι Δ Α…


Σάββατο 2 Μαρτίου 2019

Το τραγούδι της Άνοιξης.



Από τα κρύα του χειμώνα σαν περάσεις
Θα δεις να ανθίζουνε λουλούδια φοβερά
Τις μυρωδιές τους θα γευτείς και θα τα χάσεις
Τα χρώματά τους θα σου πάρουν τα μυαλά

Είναι η άνοιξη με όλα της τα πλούτη
Με τα πουλιά να κελαϊδούν εκεί ψηλά
Μυρίζει έρωτα, θυμάρι και μπαρούτι
Είπα μυρίζει; Εννοώ μοσχοβολά

Άνοιξη είναι που σημαίνει ελευθερία
Και τα χαμόγελα χαρίζονται αφειδώς
Στη φύση γύρω συντελείται πανδαισία
Κανείς δε νιώθει και δεν είναι μοναχός

Μοναχική βασίλισσά μου αγαπημένη
Είναι η άνοιξη με φόρεμα λευκό
Από το χέρι μας τραβά και κατεβαίνει
Στον καταγάλανο και δροσερό γιαλό.



Εύχομαι καλό μήνα σε όλους!

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2019

Κι όταν κάποτε θα φύγω ..




"Κι όταν κάποτε θα φύγω δεν θα πάρω
μαζί μου παρά λίγο βιολετί απ' το δειλινό 
κι έν' άστρο από κάποιο παραμύθι."
Καλό βράδυ Κόσμε..!!


Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2019

Η πύλη των λεόντων.

Τίτος Πατρίκιος

Τα λιοντάρια είχαν χαθεί από χρόνια
ούτε ένα δεν βρισκόταν σ’ όλη την Ελλάδα
ή μάλλον ένα μοναχικό, κυνηγημένο
κάπου είχε κρυφτεί στην Πελοπόννησο
χωρίς ν’ απειλεί πια κανέναν
ώσπου το σκότωσε κι αυτό ο Ηρακλής.
Ωστόσο η θύμηση των λιονταριών
ποτέ δεν έπαψε να τρομάζει
τρόμαζε η εικόνα τους σε θυρεούς και ασπίδες
τρόμαζε τ’ ομοίωμά τους στα μνημεία των μαχών
τρόμαζε η ανάγλυφη μορφή τους
στο πέτρινο υπέρθυρο της πύλης.
Τρομάζει πάντα το βαρύ μας παρελθόν
τρομάζει η αφήγηση όσων έχουν συμβεί
καθώς τη χαράζει η γραφή στο υπέρθυρο
της πύλης που καθημερινά διαβαίνουμε.



Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2019

Ένα τραγούδι κόντρα στη φρίκη του ναζισμού.


 Το «Dance me to the end of love» 


Είναι ένα τραγούδι που πολλοί απ’ όσους το άκουσαν το ερωτεύτηκαν ίσως περισσότερο κι απ’ τον άνθρωπο που του το αφιέρωσαν. Η μυσταγωγία της μελωδίας, η αισθαντικότητα των φωνών, η αναγλυφότητα των συναισθημάτων, ο κραδασμός των αισθήσεων, σε ταξιδεύουν τόσο μακριά απ’ τη λογική, τόσο βαθιά στο κέντρο του σύμπαντος της ανθρώπινης «ολότητας», αυτής της αίσθησης του αέναου, του ανέπαφου, του αμόλυντου, του αθάνατου, που σου υπόσχεται ο έρωτας, τόσο που σε κάνει να νιώθεις πως κανείς ποτέ δεν ανακάλυψε ούτε θα ανακαλύψει, δεν γεύτηκε ούτε θα γευτεί, δεν ρίγησε ούτε θα ριγήσει, δεν διαλύθηκε ούτε θα διαλυθεί για τον έρωτα όπως εσύ.

Πως κανείς δεν ένιωσε αυτό το απόκοσμο χάδι, που άλλοτε μοιάζει ουρανός άλλοτε ανάσα της αβύσσου, άλλοτε φωτιά των αισθήσεων άλλοτε σκίρτημα θανάτου, τόσο έντονα όσο εσύ, τόσο έντονα όπως αυτό το τραγούδι σε κάνει να νιώθεις στο πετσί σου καθώς ξορκίζει το θάνατο, αφού κάθε έρωτας, κάθε οργασμός των αισθήσεων, είναι ένας μικρός θάνατος – και γι’ αυτό άλλωστε ο έρωτας αυτή η «ανδρόγυνος» οντότητα είναι η μόνη εν ζωή αθανασία, ο μόνος μάγος που μπορεί πάντα με το ίδιο, με αυτό το ένα και μοναδικό του ξόρκι, να νικάει το φθαρτό.


Και γι’ αυτό ο έρωτας κι ο θάνατος που ξεχειλίζουν από τούτο το απόκοσμης ομορφιάς τραγούδι σε συνεπαίρνουν αμέσως, ρίχνοντάς σε στην αγκαλιά αυτού του παντοτινού ταγκό, του ρυθμού που αναδύθηκε από τα μπορντέλα της Αργεντινής για να κατακτήσει, να αλώσει ολοκληρωτικά, το σώμα της Δύσης.

Όμως σε τούτο το τραγούδι του έρωτα, ο θάνατος είναι πολύ πιο παρών, πιο εφιαλτικά αδυσώπητος, απ’ ό,τι θα φανταζόταν ποτέ κανείς… Η ψυχρή του ανάσα είναι διάχυτη παντού. Η αλήθεια του παγώνει το καυτό φιλί των εραστών, αφυδατώνει την υγρασία των αισθήσεων, επισκιάζει τα χρώματα του πάθους παύει την πανδαισία των αγγιγμάτων.

Γιατί το «Dance me to the end of love» δεν είναι ένα τραγούδι γραμμένο για εραστές όπως νομίζουν όσοι ριγούν στο άκουσμά του…

Το τραγούδι αυτό είναι κυριολεκτικά, ένα ξόρκι θανάτου. Ένα αληθινό αντίδοτο αγωνίας στο δηλητήριο της κτηνωδίας από άνθρωπο σε άνθρωπο. Ένα βάλσαμο ανάμνησης στο μαρτύριο της φρίκης που έζησαν εκατομμύρια άνθρωποι, όλοι εκείνοι που εξοντώθηκαν στα κρεματόρια του ναζισμού.

Είναι ένα τραγούδι γεμάτο επιθανάτιες κραυγές ενός παράλογου μαρτυρίου, στοιχειωμένο από το κλάμα των παιδιών, από τη κραυγή των σημαδεμένων, από τον ψίθυρο των σκελετωμένων που δεν είχαν πια φωνή, από το ανατριχιαστικό σύρσιμο των νεκροζώντανων που περίμεναν μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα, μέσα στην εξαθλίωση, την αγωνία, το μαρτύριο, το τέλος τους.

Είναι ποτισμένο από εκείνη τη φρικτή μυρωδιά της καμμένης σάρκας, από τον παραλογισμό του ναζισμού –του ναζισμού που αναβιώνει σήμερα, γιατί η ιστορία επαναλαμβάνεται όχι σαν φάρσα πια αλλά σαν θέατρο του παραλόγου.



Αυτό το τραγούδι είναι η φρίκη της απαίτησης να παίζουν μουσική, οι ίδιοι οι μελλοθάνατοι, στους διαδρόμους των στρατοπέδων, την ώρα που οι άλλοι περνούσαν μπροστά τους στην ουρά του Άουσβιτς, του Νταχάου, πηγαίνοντας από την ουρά της φρίκης, να θανατωθούν και να καούν στα κρεματόρια. Είναι όλα τα τελευταία βλέμματα που κοίταξαν τον κάθε Εβραίο μουσικό και το «φλεγόμενο βιολί» του, με την ιστορία ζωής, πόνου, που κουβαλούσε το καθένα απ’ αυτά, την ώρα που εκείνοι βάδιζαν προς το θάνατο, και την ίδια ώρα που ο συγκρατούμενός τους μουσικός υποχρεωνόταν από τους ναζί να παίζει κλασική μουσική στους διαδρόμους αυτής της γήινης κόλασης.


Γιατί το «Dance me to the end of love» δεν είναι ένας χορός ως το τέλος της αγάπης, αλλά ένας χορός ως το τέλος της ύπαρξης, που εφορμώντας από τη γενεσιουργό πηγή του πάθους για τη ζωή, μπορεί εντέλει να αγκαλιάζει σφιχτά συμπαρασύροντας ως το θάνατο ακόμα και την ίδια την αγάπη. Γι’ αυτό ενώ είναι ένα τραγούδι που γεννήθηκε από το θάνατο, μπορεί να αγκαλιάζει, να δονεί τον έρωτα και τη ζωή…

Γιατί, σύμφωνα με το δημιουργό του Leonard Cohen όπως διηγήθηκε κάποτε χαρακτηριστικά γι’ αυτό «Είναι παράξενος ο τρόπος που γεννιέται ένα τραγούδι, κάθε τραγούδι έχει κάποιου είδους σπόρο, που κάποιος βάζει στο χέρι σου ή ο ίδιος ο κόσμος βάζει στο χέρι σου, και γι’ αυτό η διαδικασία είναι τόσο μυστήρια για το πώς γράφεται ένα τραγούδι. Όμως το συγκεκριμένο ήρθε για μένα απλά επειδή γνώριζα ή άκουγα ότι δίπλα στα κρεματόρια, σε κάποια στρατόπεδα θανάτου υπήρχε μία ομάδα μουσικών, που αποτελούνταν από ένα κουαρτέτο εγχόρδων, οι οποίοι υποχρεώνονταν να παίζουν κάθε φορά που εξελισσόταν η διαδικασία αυτής της φρίκης.

Και αυτούς τους ανθρώπους που έπαιζαν, τους περίμενε η ίδια τρομακτική μοίρα. Και υποχρεώνονταν να παίζουν κλασική μουσική,την ώρα που οι συγκρατούμενοί τους θανατώνονταν και καίγονταν. Αυτή η μουσική λοιπόν το “χόρεψέ με στην ομορφιά σου με ένα φλεγόμενο βιολί” εννοεί συμβολικά σαν ομορφιά το τέλος της ύπαρξης, και το στοιχείο του πάθους που διέπει κάθε ολοκλήρωση. Όμως αυτή είναι η ίδια γλώσσα που χρησιμοποιούμε για την απόλυτη παράδοση στον αγαπημένο ή στην αγαπημένη μας, έτσι ώστε σ’ ένα τραγούδι να μην είναι σημαντικό εντέλει να γνωρίζει κανείς την απαρχή της γένεσής του, γιατί εάν και η ίδια η γλώσσα προέρχεται απ’ αυτή την γενεσιουργό πηγή πάθους, μπορεί να αγκαλιάσει οποιαδήποτε παθιασμένη ενέργεια».

Dance me to the end of love…


27/1/1945




Το Ελληνόπουλο.

  «Το Ελληνόπουλο» γράφτηκε από τον Βίκτωρ Ουγκώ το 1828 και αναφέρεται στην καταστροφή της Χίου από τους Οθωμανούς Τούρκους στις 30 Μαρτίου...