Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2020

Το χρώμα της συγνώμης.

Photo: lucciano lattanzi


Αν πεις πως ο χειμώνας αρχίζει 30 Νοέμβρη και την τελευταία μέρα του Φλεβάρη τελειώνει, τότε την εβδομάδα που φουντώνει ο Γενάρης, εκεί κάπου στο τρίτο δεκαήμερο, γιορτάζει η Σιόρα Βικτώρια τα γεννέθλιά της. Από κορίτσι που ήταν ως σήμερα που είναι γιαγιά κάνει τους άλλους γύρω της να χαίρονται που γεννήθηκε.
Αυτήν την λαμπερή μέρα, που το κρύο συναγωνίζεται τον ήλιο, στα στενά της Φαέντζα, βγαίνει πρωί - πρωί στο καλντερίμι και πάει για τις ετοιμασίες.
Τι σαφράν και τρούφες, τι λαχανάκια από τις Βρυξέλλες και προσούτο κόττο από την Πάρμα, τι γκοροντσόλες και γαρίδες από τις μεγάλες, τι πανίνι ολόφρεσκα και μυρωδάτα μήλα κουβαλάει δεν λέγεται.
Πέρυσι που ήτανε ακόμη και ο καιρός κακός εκείνη δεν πτοήθηκε. Βγήκε στους δρόμους σαν να είχε λιακάδα. Πρόπερσι είχε να κλαίει τέτοιες μέρες μιαν ανηψιά της. Την κήδεψε και μετά ντύθηκε και βγήκε στο πλακόστρωτο. Πριν κάτι χρόνια πάλι έχασε σύζυγο, αδερφή κι εγγόνια. "Η Ζωή αφού δίνει, παίρνει" έλεγε. "Να είστε προετοιμασμένοι και να μην της ζητάτε να γίνει το δικό σας." Και έβγαινε πάλι έξω, στον δρόμο. Όπως σήμερα.

Την είδαμε πίσω από τις κουρίνες μας με το μπαστουνάκι της να πηγαίνει φουριόζα.
- Δεν είναι ογδόντα; μου είπε η Μάιρα.
- Μπορεί, της απάντησα, αλλά εσύ την βλέπεις να έχει ηλικία;
- Την βλέπω κάπως κουρασμένη.
- Πάντως ως το βράδυ θα έχει μαγειρέψει για όλη την γειτονιά...
- Κάποια στιγμή δεν θα μπορεί πια.
- Εγώ νομίζω πως η Σιόρα Βικτώρια, δεν θα πεθάνει ποτέ! Κοίτα με πόση σταθερότητα βηματίζει.

Φορούσε ένα ροζ παλτώ. Κι είχε και γάντια και γουνάκι, και κάλτσες φρέσκες μάλλινες φορέσει και ακόμη ένα σκυφτό και μελετημένο βλέμμα να ανοίγει τον δρόμο της προς την αγορά.
"Μη στραβοπατήσω, γι' αυτό κοιτάω κάτω... όταν μεγαλώνει ο άνθρωπος δεν τον απασχολεί ο ουρανός, γιατί ξέρει πια ότι τον έχει στο τσεπάκι. Ας κοιτάνε ψηλά οι νέοι που έχουν ένα λόγο παραπάνω κάτι να ευχηθούν και να γίνει."
- Βγήκα να σας βοηθήσω, της είπα. Φαντάζομαι πάτε στην Πιάτζα. Είναι και η μέρα σημαδιακή. Χρόνια σας πολλά.
- Ευχαριστώ, αλλά πολλά δεν θα είναι πια. Ας είναι τουλάχιστον γενναιόδωρα.
- Γενναιόδωρη είστε κι εσείς που θα μας φιλέψετε απόψε. Αλλά... πήγα να πω και κόμπιασα.
- Έλα πες το, με ενθάρρυνε.
-...αλλά γιατί το κάνετε αυτό; Δεν μας χρωστάτε κάτι.
- Το τι χρωστάει ο καθένας, άσε μόνος του να το βρει.
Περπατήσαμε μέχρι το παζάρι. Οι φωνές των μανάβηδων, των κτηνο - πτηνοτρόφων, των οινοπωλών σκεπάζανε τα λόγια μας. Την ευχαρίστησα που δέχτηκε να την συνοδεύσω.
- Δεν ήμουν πάντα καταδεκτική, με τα χρόνια έγινα, μου είπε αγοράζοντας ένα κουνέλι που ζήτησε να της το κάνουν μερίδες.
- Το κάνετε πεντανόστιμο, θυμάμαι…
- Αυτό είναι για την νύφη μου τη συχωρεμένη το 99, μου είπε. Της άρεσε πως το έκανε η μάνα της και το έμαθε. Εμένα δεν μου έδινε ποτέ την συνταγή. Ήθελε να τηνε ξέρει ΜΟΝΟ εκείνη, να τηνε μαγειρεύει στον Λούτσιο, να την αγαπάει όλο και πιο πολύ. Την ζήλευα που αγαπούσε τόσο τον άντρα της.
- Τον γιο σας, εννοείτε;
- Έπαψε να 'ναι γιος μου όταν παντρεύτηκε. Άντρας της ήτανε. Την ζήλευα αυτήν την γυναίκα. Όχι μόνο που πήρε τον καλύτερο, αλλά που ίσως και να τον αγαπούσε λίγο πιο πολύ από όσο τον αγάπησα εγώ.
- Γιατί το λέτε; Μην είστε σκληρή με τον εαυτό σας, της είπα σαν να μιλούσαμε για ένα τρίτο πρόσωπο.
- Σκληρή ήμουν μαζί της... Αλήθεια λέω. Τον άντρα μου εγώ δεν τον αγάπησα όσο αγάπησε αυτή η γυναίκα τον γιο μου. Κι αντί να την θαυμάζω την ζήλευα. Γι' αυτήν το κάνω τέτοιες μέρες το κουνέλι. Στην μνήμη της. Δεν έχω δει γυναίκα να αγαπάει πιο αφοσιωμένα από την Μόνικα. Εγώ κανέναν δεν αγάπησα έτσι.
- Μαγειρεύετε στην μνήμη της; ρώτησα με αληθινή απορία.
- Όλα τα μαγειρέματα μνημόσυνα είναι. Να το παστό τώρα είναι για την Φιλίππα.
- Την κόρη σας;
- Όχι αυτήν, αυτή ζει καλά κι ευτυχισμένη στο Πόρτο, την πεθερά μου, άλλη που της κακοφέρθηκα. Έκανε ένα παστό να μην θες να σταματήσεις να τρως... Αυτηνής της την τσίμπησα την συνταγή. Μόνη της πέθανε στα βουνά. Δεν ήθελε να κατέβει στην πόλη... "Εδώ που έζησα, εδώ να με βρει", έλεγε. Ο Χάρος εννοούσε. Για να τα λέμε με το όνομά τους τι να έκανε να έρθει κάτω; καμιά από τις νύφες της δεν την ήθελε. Μαζί κι εγώ. Την αφήσαμε να πεθάνει. Το κρίμα είναι κρίμα. Γι αυτήν το κάνω το παστό. Να μείνει κάτι από την ίδια πίσω.
Προχωρήσαμε προς τα ψαρικά.
Ψώνισε γαρίδες από τις μεγάλες.
- Και τις γαρίδες για ποιον τις μαγειρεύετε;
- Αυτές τις κάνω με το κρασί... Αρέσανε στην αδελφή μου. Πνίγηκε. Έπεσε στην θάλασσα να κολυμπήσει και την παρέσυραν τα ρέματα. Στον Ειρηνικό στην Αφρική. Εκεί την στείλαμε να αποτοξινωθεί από το ουίσκι. Πολύ ουίσκι. Ούτε η οικογένειά της δεν την ήθελε. Την κλείσαμε. Εγώ υπέγραψα. Η μάνα μου δεν θα την άφηνε να πάει εκεί μόνη. Κανείς δεν φταίει που πέθανε. Αλλά που δεν αγαπήθηκε από κανέναν μας αρκετά, φταίμε. Τέλος πάντων ξέρεις πόσο νόστιμες γίνονται οι γαρίδες όταν τις τσιγαρίζω και την σκέφτομαι;
Δεν ήθελα να ρωτήσω άλλα. Απλά την ακολουθούσα και κρατούσα τις βαριές σακούλες.
Μου είπε και για άλλα της κρίματα: για την μάνα της που όλο μαλώνανε (για αυτήν ήτανε η μηλόπιτα), μου είπε για την εξαδέλφη της από το Μπρίντιζι που της πήρε τον αγαπημένο της όταν ήτανε κορίτσια, κι ύστερα εκείνη πήρε χάπια και δεν τηνε προλάβανε, ήτανε δεν ήτανε 18 (για αυτήν μαγείρευε τα πανίνι με το σαφράν), μου είπε για τις εγγονές της που χάθηκαν πριν λίγα χρόνια σε τροχαίο έξω από την Νίκαια που σπουδάζανε.
- Η μία είχε το όνομά μου. Δεν με συγχώρεσαν ποτέ που δεν την ήθελα την μάνα τους για τον γιο μου. Η Βικτώρια, πιο πολύ μου κρατούσε θυμό σαν πέθανε η Μόνικα, ήτανε 14 και όταν πήγα να τις δω μου είπε: "Είσαι πολύ μοχθηρός άνθρωπος, γιαγιά..." Σε ποιον αρέσει η κριτική; Εμένανε ήτανε ο διάολός μου. Τι όμορφα κορίτσια, και πάνε άδικα κι αυτά. Τα λαχανάκια τα κάνω με προσούτο, γιατί τους τα έκανε η μάνα τους και είχαν να το λένε. Δεν τους τα μαγείρεψε κανείς, ξανά ποτέ, όταν την χάσανε.

Το βράδυ ήτανε όλα έτοιμα. Άπλωσε δυο πάγκους η Σιόρα Βικτώρια έξω από την πόρτα της και κατέβηκαν από τα σπίτια τους όλοι οι παραδιπλανοί. Όπως κάθε χρόνο οι γεύσεις συναγωνίζονταν η μια την άλλη. Η Μάιρα με ρώτησε: "Τι λέγατε τόσες ώρες με την κυρά μαγείρισσα όσο ψωνίζατε;"
Κούνησα το κεφάλι. Η Μάιρα ήξερε πως όταν κουνάω το κεφάλι και δεν απαντώ σημαίνει πως δεν είναι η στιγμή να πούμε κουτσομπολιά κι ιστορίες.
Τίποτα δεν θα της πω.
Κάθομαι να εδώ με τα μάτια μου καρφωμένα πάνω σε αυτήν την γυναίκα που παλεύει ανήμερα την μέρα που γεννήθηκε να συγχωρήσει τον εαυτό της για αυτά που η ίδια ονοματίζει κρίματα. Και μνημονεύει τις νεκρές της. Τις αντίζηλες, τις φίλες, τις αφρόντιστες, από την ίδια, δικές της γυναίκες. Ένα φως μου φάνηκε κάποια στιγμή να φωτίζει τα κουρασμένα της μάτια καθώς έβαζε σε ένα μικρό κορίτσι της γειτονιάς, λαχανάκια με προσούτο στο πιάτο του.
Κι όταν το βράδυ πλάι στην Μάιρα ονειρεύτηκα, είδα να έρχονται μια - μια οι πεθαμένες της στο καλντερίμι και να την αγκαλιάζουνε και να την φιλούν και να την συγχωρούν. Ξύπνησα σήμερα, πρωί και πήγα κάτω στην Πιάτζα, στ' ανθοπωλεία. Πήρα ένα ροζ τριαντάφυλλο σαν το παλτό της και το πήγα έξω από την πόρτα της. Παραμόνεψα και ως τις 10 βγήκε να πάει κάπου. Την είδα να σκύβει και να το σηκώνει. Λες να σκέφτηκε πως της το έστειλαν οι νεκρές της; Να της δείξουν πως την συγχωρούν; Λες;
Πάντως κοίταξε ψηλά μετά στον ουρανό πάνω από τη Φαέντζα που ήταν λαμπερός και μπλε. Αυτό το χρώμα το βαθύ θα είναι πια, για μένα, το χρώμα της συγνώμης.
Ίσως και για την Σιόρα Βικτώρια.
Μακάρι.

8 σχόλια:

  1. Συγκλονιστικό!
    Μια γυναίκα μεγάλη να την τρώνε οι αντιθέσεις στην καρδιά της. Να αντιπαλεύει τον ίδιο της τον εαυτό. Και εκείνη να είναι αποφασισμένη να κάνει την υπέρβαση. Να προχωρήσει.
    Η Γλώσσα του Θράσσου Καμινάκη είναι Βιργινία μου κάτι παραπάνω από συναισθηματική. Μαστιγώνει στην κυριολεξία τα συναισθήματα.
    Σε χαίρομαι τόσο σαν διαλέγεις κείμενα να μας βάλεις εδώ. Σε χαίρομαι πόσο δεν ξέρεις.
    Καλό Σαββατόβραδο καλή μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Πολύ συγκινητικό και ανθρώπινο. Ναι κουβαλάμε κρίματα όταν φερόμαστε άσχημα στα νιάτα μας. Και αυτή η γυναίκα είχε τόσες τύψεις...μα δεν ξέρω αν θα επουλωθούν ποτέ. Ξέρεις τι είναι να σου λέει το εγγόνι σου ότι είσαι μοχθηρός άνθρωπος; Ναι μια συγχώρεση στον ευατό της για όλα αυτά αλλά...αρκεί; Δεν είναι άραγε αργά;
    Γι αυτό δεν πρέπει ποτέ να είμαστε απόλυτοι και σκληροί με τους δικούς μας και όλους τους ανθρώπους...έτσι πιστεύω
    Σ'ευχαριστούμε γι αυτό που διαβάσαμε Βιργινία μου
    Τα φιλιά μου

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Πολύ ωραίο κείμενο, με πολλά διδάγματα και έντονη συναισθηματική φόρτιση!!!
    Την καλημέρα μου, Βιργινία!
    ...και ευχαριστώ που το μοιράστηκες μαζί μας!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Συγκλονιστικό κείμενο! Ένα μνημόσυνο για όλους αυτούς που πληγώσαμε θα έπρεπε ίσως να κάνει ο καθένας μας.
    Να είσαι καλά που το μοιράστηκες μαζί μας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. ΠΟΛΥ ΩΡΑΊΑ ΙΣΤΟΡΊΑ ΑΛΛΆ ΔΕΝ ΑΡΚΕΊ ΜΙΑ ΣΥΓΝΏΜΗ.
    ΚΑΛΟ ΒΡΑΔΥ ΒΙΡΓΙΝΊΑ ΜΟΥ!!!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Ολοι μας κανουμε λαθη.Θελει θαρρος να τα αναγνωρισεις.η σιορα Βικτωρια εστω και αργα μετανοιωσε για αυτα.Που σημαινει υπηρχε μεσα της η ανθρωπια.Να ειστε καλα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Κάποιες φορές η τύχη μας οδηγεί στο να ανακαλύψουμε μικρά, πολύτιμα διαμάντια κι είμαι τόσο χαρούμενη που με επέλεξε!
    Δηλώνω γοητευμένη αν και συναισθηματικά απίστευτα φορτισμένη από τη γραφή σου!

    Όμορφη να είναι η μέρα σου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Θερμό ευχαριστώ σε όλους σας για την ευγενική επίσκεψη σας. Μια μεγάλη συγγνώμη που δεν απαντώ ξεχωριστά αλλά δεν με βοηθάει το χέρι μου ακόμα.
    Να είσαστε καλά φιλιά πολλά!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Όταν η άγνοια ουρλιάζει, η νοημοσύνη σιωπά.

 Ο γάιδαρος είπε στην τίγρη: "Το γρασίδι είναι γαλάζιο". Η τίγρης απάντησε: "Όχι, το γρασίδι είναι πράσινο". Η συζήτηση ...